Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο Nomadic universality
Η μακεδονική γλώσσα και τα παπατζηλίκια τού κ. Μπαμπινιώτη
του Άκη Γαβριηλίδη
Σκαλίζοντας κάτι χαρτιά για ένα άλλο θέμα, έπεσα πρόσφατα σε ένα άρθρο που είχε δημοσιεύσει πριν από πέντε περίπου χρόνια στο Βήμα ο εθνικός μας «καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών» (σύμφωνα με την ίδια του την αυτοπαρουσίαση κάτω από το άρθρο), με τίτλο Γλωσσικές παραχαράξεις. Η «Μακεδονική» των Σκοπίων και τα περί σλαβομακεδονικής μειονότητας.
Ακόμη και χωρίς τον υπότιτλο, δεν θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς για ποιο σκοπό γράφτηκε το άρθρο: φυσικά για να προσδώσει και από τη σκοπιά της γλωσσολογίας περιωπή επιστημοσύνης στη γνωστή παραληρηματική θεωρία ότι η δημοκρατία της Μακεδονίας, οι κάτοικοί της, ο πολιτισμός τους, κάθε στοιχείο της κοινωνικής τους ζωής, είναι «ανύπαρκτοι». Η συμβολή αυτή είναι κρίσιμη, διότι, σε αντίθεση π.χ. με τους ιστορικούς και εν μέρει τους αρχαιολόγους, η ελληνική γλωσσολογική κοινότητα, προς τιμήν της, υπήρξε μάλλον απρόθυμη να συνεργήσει σε αυτή την κακόγουστη παράσταση. Και πράγματι, το άρθρο, από τη στιγμή που δημοσιεύθηκε, προστέθηκε και αυτό στο κιτ με τα «συντριπτικά αποδεικτικά στοιχεία» που κουβαλάν μαζί τους όλοι οι μακεδονομάχοι του διαδικτύου και εκσφενδονίζουν κατά των απίστων με την πρώτη ευκαιρία, όντας σίγουροι ότι τους «αποστομώνουν».
Διαβάζοντας όμως το άρθρο, διαπιστώνει κανείς ότι αυτή που θα άξιζε το χαρακτηρισμό «ανύπαρκτη» είναι μάλλον η θεμελίωση της θέσης που θέλει να υποστηρίξει. Για να μην πω ότι είναι στα όρια της διανοητικής και πολιτικής ανεντιμότητας.
Πρώτα απ’ όλα, ο ίδιος ο λόγος του Μπαμπινιώτη δεν μοιάζει καθόλου επιστημονικός ως προς τη μορφή του. Είναι ένας λόγος φλύαρος, παλιλλογικός, δημαγωγικός, γεμάτος παρενθέσεις, θαυμαστικά, εισαγωγικά –κυρίως αυτά- και υποτιμητικές, έως και σχεδόν απειλητικές εκφράσεις κατά παντός υπευθύνου ή ανευθύνου. Είναι φανερό ότι πρόκειται για έναν λόγο δικανικού τύπου, που δεν παριστάνει καν ότι σκοπεύει να αναζητήσει αμερόληπτα την αλήθεια –όπως υποτίθεται ότι κάνει η επιστήμη-, αλλά είναι ρητά απολογητικός υπέρ ενός εκ των δύο διαδίκων.
Η επίφαση επιστημοσύνης συνίσταται στην επίκληση κάποιων βιβλιογραφικών αναφορών σε τέσσερις υποσημειώσεις. Από τις τέσσερις, η πρώτη αφορά ένα άρθρο που συνέγραψε … ο ίδιος ο Μπαμπινιώτης, ενώ η δεύτερη έναν συλλογικό τόμο στον οποίο είχε αυτός την «επιστημονική» (ο χαρακτηρισμός ανήκει επίσης στον ίδιο) επιμέλεια. Ως προς αυτή τη δεύτερη, μάλιστα, ο κ. πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού ψέγει την «Ελληνική Πολιτεία» που δεν χαλάλισε ακόμα κανένα μυστικό ή φανερό κονδύλιο για την «ευρύτερη διάδοση» του τόμου. Επί λέξει, την κατηγορεί ότι «δεν έστερξε ποτέ – μολονότι ζητήθηκε – να προβεί σε έκδοση τού βιβλίου στην αγγλική γλώσσα, ώστε να γίνουν ευρύτερα γνωστές οι ελληνικές επιστημονικές θέσεις επί τού θέματος». (Ίσως κάτι ήξερε η «Ελληνική Πολιτεία» και δεν το έκανε).
Οι άλλες δύο, –και εδώ είναι το ζουμί-, αφορούν έργα ξένων επιστημόνων, με αυτές δε –και με την όλη σκηνοθετική παρουσίασή τους- επιδιώκεται να δημιουργηθεί στον αναγνώστη η εντύπωση ότι η θέση περί «ανυπαρξίας της ψευδώνυμης μακεδονικής των Σκοπίων» είναι αυτονόητη αλήθεια την οποία συμμερίζεται σύμπασα η διεθνής επιστημονική κοινότητα. Για να το επιτύχει αυτό, όμως, το άρθρο προβαίνει σε μία απροκάλυπτη και εξαιρετικά χοντροκομμένη χειραγώγηση.
Παραθέτω αυτούσιο παρακάτω το κείμενο των δύο αυτών υποσημειώσεων, διατηρώντας την ορθογραφία και τη μορφοποίηση του πρωτοτύπου:
3. Ο μεγάλος ιταλός ινδοευρωπαϊστής γλωσσολόγος Vittore Pisani (Il Macedonico, περιοδικό Paideia 12, 1957, σ. 250) γράφει «πράγματι ο όρος μακεδονική γλώσσα [εννοεί τη γλώσσα των Σκοπίων] είναι προϊόν πολιτικής ουσιαστικά προέλευσης». Ο δε ειδικός σλαβιστής γλωσσολόγος, ο Γάλλος Αndrι Vaillant (Le probleme du Slave Macidonien περιοδικό Bulletin de la Sociitι de Linguistique de Paris 39, 1938, σ. 205), είναι αυτός που τονίζει ότι «το όνομα Bulgari είναι στην πραγματικότητα η εθνική ονομασία των Σλάβων τής Μακεδονίας, πράγμα που δείχνει πως (οι Σλάβοι τής περιοχής αυτής) υιοθέτησαν το όνομα Βούλγαροι που τους έδωσαν οι Σέρβοι».
4. Ο γερμανός γλωσσολόγος Heinz Wendt, (Sprachen 1961, σ. 285, λ. Slawische Sprachen), μιλώντας για τις σλαβικές γλώσσες, λέει: «Αν κατατάξει κανείς τις σλαβικές γλώσσες με βάση τη σημερινή τους δομή, πρέπει να θεωρήσει τη Βουλγαρική και τη Μακεδονική, [εννοεί τη γλώσσα των Σκοπίων] λόγω των εξεχουσών δομικών ιδιαιτεροτήτων τους, ως αυτοτελή ομάδα και να την αντιπαραθέσει προς όλες τις άλλες σλαβικές γλώσσες».
O επιστήμονας ως ταχυδακτυλουργός
Ακόμα και σε αυτό το «επιστημονικό» τμήμα του άρθρου, είναι εμφανής η δικολαβίστικη προσπάθεια εντυπωσιασμού τού αναγνώστη: ο κ. καθηγητής της Γλωσσολογίας δεν αρκείται να αναφέρει το όνομα του συγγραφέα του άρθρου στο οποίο παραπέμπει, αλλά αισθάνεται την ανάγκη να παρεμβάλει όχι ένα, όχι δύο, αλλά τέσσερα εγκωμιαστικά επίθετα ανάμεσα στο άρθρο και το κύριο όνομα. Πράγμα που, σε ένα επιστημονικό άρθρο, θα ήταν απλώς γελοίο. Ο μόνος λόγος να αναφερθεί ότι ο συγγραφέας αυτός είναι «μεγάλος Ιταλός ινδοευρωπαϊστής γλωσσολόγος» είναι η ανάγκη του Μπαμπινιώτη να προσδώσει κύρος στα λεγόμενά του. Η δε αναφορά σε ένα στοιχείο τελείως αδιάφορο από επιστημονική άποψη όπως είναι η εθνικότητα του συγγραφέα –την οποία ούτως ή άλλως θα ήταν εύκολο να μαντέψουμε με βάση το όνομά του- έχει προφανώς το νόημα «κοιτάξτε, δεν τα λέω μόνο εγώ, τα λένε και ξένοι».
Ωστόσο, αυτή η παραπομπή, και η επόμενη, μας κάνει να υποπτευθούμε ακριβώς αυτό που θέλει να διαψεύσει: ότι, ακριβώς, τα λέει μόνο αυτός.
Πράγματι, όπως φαίνεται καθαρά στο απόσπασμα, αλλά και στον ίδιο τον τίτλο του άρθρου του μεγάλου Ιταλού ινδοευρωπαϊστή γλωσσολόγου, ο συγγραφέας αυτός δέχεται την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας, χωρίς εισαγωγικά, χωρίς να τη θεωρεί «ψευδεπίγραφη» ή «παραχαραγμένη»!!! [1]
Το ίδιο ακριβώς εξάλλου ισχύει και για τα άλλα δύο έργα, τόσο εκείνο του ειδικού σλαβιστή Γάλλου γλωσσολόγου όσο και εκείνο του Γερμανού: και οι δύο χρησιμοποιούν απερίφραστα τον όρο μακεδονική γλώσσα! Γι’ αυτό, και στις δύο περιπτώσεις, ο Μπαμπινιώτης παρεμβαίνει απροκάλυπτα στο κείμενο προσθέτοντας ο ίδιος μέσα σε αγκύλες τη φράση «[εννοεί τη γλώσσα των Σκοπίων]» και τις δύο φορές που εμφανίζεται στα αποσπάσματα ο όρος «μακεδονική γλώσσα».
Με αυτό το μεγαλοπρεπές καπέλωμα, όμως, η στήριξη που παρέχουν τα παραθέματα αυτά στη θέση περί «ανυπαρξίας της γλώσσας των Σκοπίων» είναι ισοδύναμη με εκείνη της φράσης «ρώτα και τον μπάρμπα μου τον ψεύτη». Διότι το τι «εννοεί» ο συγγραφέας είναι μία αυθαίρετη και αντιδεοντολογική υπόθεση του Μπαμπινιώτη! Εμείς βλέπουμε τι έγραψαν οι μεγάλοι ή λιγότερο μεγάλοι γλωσσολόγοι, και αυτό που έγραψαν είναι «μακεδονική». Εάν εννοούσαν κάτι άλλο, τίποτε δεν τους εμπόδιζε να έγραφαν αυτό το άλλο. Δεν το έγραψαν όμως[2].
Θα είχα την τάση να πω ότι, αν υπάρχει εδώ κάποια παραχάραξη, αυτή είναι ακριβώς η προσπάθεια του Μπαμπινιώτη να βάλει τους «μεγάλους» συναδέλφους του να λένε άλλα από αυτά που πραγματικά είπαν. Ο χαρακτηρισμός όμως αυτός δεν είναι κατάλληλος, για τον απλούστατο λόγο ότι η πλαστογράφηση, κατά ένα σχεδόν … μπρεχτικό τρόπο, γίνεται μπροστά στα μάτια του θεατή, και δεν μπαίνει καν στον κόπο να κρύψει το μηχανισμό της!
Η εξαπάτηση δηλαδή είναι τόσο οφθαλμοφανής και παιδαριώδης, που δεν μπορεί να εξαπατήσει παρά μόνο όσους είναι διατεθειμένοι να εξαπατηθούν· δεν μπορεί να πείσει παρά μόνο τους ήδη πεπεισμένους.
Και ποιοι είναι αυτοί; Είναι φυσικά οι θεατές μπροστά στα μάτια των οποίων εξελίσσεται αυτή η επιτέλεση, και οι οποίοι μοιράζονται την ίδια επιθυμία με τον περφόρμερ, και τυφλώνονται απ’ αυτή· δεν βλέπουν τη λαθροχειρία επειδή δεν θέλουν να την δουν. Όπως το κοινό ενός ταχυδακτυλουργού προσέρχεται στο θέαμα με την προσδοκία να γοητευθεί και να τον χειροκροτήσει, ή όπως το κοινό ενός παπατζή παρασύρεται να παίξει από την επιθυμία του να κερδίσει μολονότι ξέρει ότι τα χαρτιά είναι πιθανότατα σημαδεμένα.
Για όποιον δεν συμμετέχει στην επιθυμία αυτής της σκηνοθεσίας, το συμπέρασμα που βγαίνει από το άρθρο δεν μπορεί παρά να είναι ένα: όλη η διεθνής γλωσσολογική κοινότητα αποδέχεται την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας. Διότι ο Μπαμπινιώτης, πριν δημοσιεύσει ένα τέτοιο άρθρο, μπορούμε να υποθέσουμε πως έψαξε μανιωδώς ό,τι σχετικό υπάρχει και δεν υπάρχει στη διεθνή βιβλιογραφία που θα μπορούσε να στηρίξει τη θέση του. Το μόνο όμως που βρήκε είναι τρία δημοσιεύματα, γραμμένα το 1938, το 1957 και το 1961 αντίστοιχα, εκ των οποίων τα δύο μιλάνε ρητά για μακεδονική γλώσσα, ενώ ούτε το τρίτο αμφισβητεί την ύπαρξή της. Άρα δεν πρέπει να υπάρχει κανείς εκτός Ελλάδος (και ίσως Βουλγαρίας) που να την αμφισβητεί.
[1] Ο λόγος για τον οποίο ο Μπαμπινιώτης αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα να παραθέσει τον τίτλο «Il Macedonico» (εφόσον δεν μπορεί να τον πλαστογραφήσει και αυτόν χωρίς να εκτεθεί ανεπανόρθωτα) είναι ότι, ως αντιστάθμισμα, στο άρθρο αυτό βρίσκει τη διατύπωση πως η μακεδονική είναι «προϊόν πολιτικής ουσιαστικά προέλευσης». (Τι λες ρε παιδί μου! Πέφτω από τα σύννεφα! Μια γλώσσα, προϊόν πολιτικής προέλευσης; Απίστευτο. Εγώ νόμιζα ότι οι γλώσσες φυτρώνουν από τα δέντρα. Εκτός κι αν εννοεί ότι είναι μόνο ουσιαστικά πολιτικής προέλευσης, όχι και τυπικά όπως η ελληνική).
[2] Όχι τίποτε άλλο, αλλά ο κ. τ. πρύτανης είχε την απαίτηση να πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος τη μετάφραση των διανοητικών του επιτευγμάτων ώστε να τα απολαύσει και ολόκληρη η οικουμένη. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε το αποτέλεσμα: “the Macedonian language [the author here means the language of Skopje] …”. Αν όμως κυκλοφορούσε παγκοσμίως ένα άρθρο, στο οποίο ένας γλωσσολόγος παρεμβαίνει με αγκύλες μέσα στο παράθεμα ενός άλλου γλωσσολόγου –τον οποίο μάλιστα δηλώνει ότι θεωρεί «μεγάλο»- για να τον διορθώσει και να εξηγήσει στους υπόλοιπους γλωσσολόγους «τι εννοεί» κατά βάθος παρόλο που λέει το αντίθετο, θα γελούσε και το παρδαλό κατσίκι.