ЗЕМЈОДЕЛСКО-СТОЧАРСКИТЕ МАКЕДОНСКИ ЗАЕДНИЦИ ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΕΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ
Социјални автоматизми – Κοινωνικοί αυτοματισμοί
ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ
Έσκαψαν το βουνό. Έβγαλαν πέτρα.
Τό ΄χτισαν πάλι με την ίδια του την πέτρα.
Στερέωσαν τα χώματα. Πιάσαν τα νερά.
Σημάδεψαν τα βήματα του Θεού στους λόφους
κι έφεραν λάδι από μακριά για το καντήλι τους.
Μιχάλης Γκανάς, ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ
Οι μακεδόνικες κοινότητες στην ελληνική επικράτεια, μέχρι και τα τέλη του εικοστού αιώνα, ήταν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους γεωργοκτηνοτροφικές, έτσι η όλη κοινωνική οργάνωση γινόταν με βάση την καλύτερη εκμετάλευση της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής.
Η κοινωνική συσπείρωση γινόταν γύρω από την εκκλησία και όλη η κοινότητα ένιωθε ακέφαλη όταν έλειπε ο попот (παπάς). Παρελκόμενο του παπά ήταν ο питруп-πίτρουπ (καντηλανάφτης). Τόσο ο παπάς όσο και ο καντηλανάφτης, πληρώνονταν σε είδος (σιτάρι, καλαμπόκι, βρίζα), εννοείται δύο φορές το χρόνο κι αυτό γινόταν на Свети Гјорги и Свети Димитрија (του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου).
Μέχρι τα μέσα σχεδόν του εικοστού αιώνα, σε κάθε μακεδόνικο χωριό υπήρχαν δύο εκκλησίες. Η μία ήταν Πατριαρχική που υπαγόταν διοικητικά στο πατριαρχείο της Ίσταμπουλ-Κωνσταντινούπολης και η άλλη Εξαρχική, που διοικητικά υπαγόταν στην αυτοκέφαλη βουλγάρικη Εξαρχία. Στις πατριαρχικές εκκλησίες η θεία Λειτουργία γινόταν στην ελληνική γλώσσα, ενώ στις εξαρχικές στη βουλγάρικη ή στη μακεδόνικη γλώσσα.
Όταν τα μακεδόνικα αυτά χωριά πέρασαν στην ελληνική επικράτεια (1912), οι εκκλησιαζόμενοι στις πατριαρχικές εκκλησίες χαρακτηρίζονταν ως Έλληνες και οι εκκλησιαζόμενοι στις εξαρχικές ως Βούλγαροι. Μια τέτοια ονοματολογία δεν προτάθηκε από κάποιο επιστημονικό εθνολογικό συνέδριο, αλλά από ορισμένους γραφιάδες που αυτοχαρακτηρίζονταν ως εθνολόγοι ή ιστορικοί με την ανοχή της Ελληνικής Πολιτείας.
Για την ενδοεπικοινωνιακή τους αποτελεσματικότητα και τη γρήγορη μετάδοση μιας είδησης, οι μακεδόνικες κοινότητες χρησιμοποιούσαν τον κοινοτικό κλητήρα (претуѓер-πρέτουγκερ), ο οποίος πληρωνόταν και αυτός σε είδος, δηλαδή σε γέννημα και ήταν ένα кутел-κούτελ, περίπου 25 κιλά το εξάμηνο η κάθε οικογένεια.
Τα έργα κοινής ωφέλειας (δρόμοι, φράγματα, υδραύλακες, αντιπλημμυρικά κ.α.) γίνονταν ύστερα από συνέλευση του χωριού και με προσωπική εργασία. Οι μέρες της προσωπικής εργασίας που έπρεπε να προσφέρει στην κοινότητα η κάθε οικογένεια καθορίζονταν ανάλογα με τη χρήση του έργου κι αυτό εξαρτιόταν είτε από τα μέλη της οικογένειας είτε από την έκταση των χωραφιών στην περιοχή που γινόταν το έργο.
Στο χτίσιμο των σπιτιών είχαν συμμετοχή όλες οι οικογένειες του χωριού για κάθε σπίτι. Η βοήθεια που προσέφερε η κάθε οικογένεια ήταν ανάλογη με τις ανάγκες. Άλλος έφερνε πέτρες, άλλος ξύλα από το βουνό, άλλος νερό από το ποτάμι, άλλος έκανε λάσπη και ότι άλλο χρειαζόταν στην πορεία του χτισίματος.
Υπήρχε ένας συντονισμός στις διάφορες αγροτικές εργασίες του χωριού. Όλοι μαζί μπαίναν για τρύγο στ΄αμπέλια ή στα καλαμπόκια μιας περιοχής. Για τον πετυχημένο συντονισμό τους ειδοποιούσε ο κλητήρας του χωριού και όλοι συμμορφώνονταν. Όλες οι αγροτικές εργασίες προσδιορίζονταν με το παλαιό ημερολόγιο.
Επειδή τα ζώα ήταν πολλά, έπρεπε να φυλαχτούν οι καλλιέργειες απ΄αυτά. Τη δουλειά αυτή την έκαναν οι појлаци-πόιλατσι (αγροφύλακες). Ένας αγροφύλακας διοριζόταν από το κράτος και οι άλλοι ανάλογα με τις ανάγκες του χωριού ήταν κοινοτικοί. Οι κοινοτικοί αγροφύλακες ήταν για το θερινό εξάμηνο, δηλαδή από τον Σβέτι Γκιόργκι μέχρι τον Σβέτι Ντιμίτρια. Ήταν άτομα του χωριού για να γνωρίζουν καλά τόσο τα χωράφια όσο και τα βοσκοτόπια. Πληρώνονταν και αυτοί σε είδος.
Σε όλες τις μακεδόνικες κοινότητες υπήρχαν άνθρωποι που κάλυπταν όλα σχεδόν τα επαγγέλματα χωρίς να απασχολούνται μόνο με αυτά. Έτσι υπήρχαν μπακάλτζιι-μπακάληδες, ζζελεζάρτσι-σιδεράδες, κοβάτζζιι-πεταλωτές, τσσοκάντζζιι-τσοκάνηδες, καρακτσίι-πρακτικοί ,,ορθοπεδικοί,, νάντρι λέκαρκι-γιατρέσσες που γιάτρευαν τους αρρώστους με τα γιατροσόφια τους, μπάμπιτσι-μαμές, ιστερουβάτσσι-εξορκιστές, καλάιτζζιι-γανωτές, χτίστες κ.α. που κάλυπταν εν μέρει τις ανάγκες του χωριού. Επειδή εφάρμοζαν κατά βάση την κλειστή οικιακή οικονομία, δεν υπήρχαν πλούσιοι επαγγελματίες, αφού οι ίδιοι έκαναν τις αγροτικές τους εργασίες. Συχνά ,,σταματούσαν,, το επάγγελμα για να οργώσουν, να σπείρουν, να ποτίσουν ή να θερίσουν και ότι άλλο έπρεπε να γίνει.
Η κοινωνική συνείδηση της κοινοτικής συμβίωσης στις μακεδόνικες κοινότητες ήταν αναπτυγμένη σε μέγιστο βαθμό. Η αλληλοβοήθεια είχε περάσει στις συνήθειες τους και είχε αποτυπωθεί συλλογικά στην συνείδησή τους.
Αν τύχαινε κι έπιανε βροχή και το γέννημα κάποιου ήταν απλωμένο στο αλώνι, έσπευδαν οι γείτονες να βοηθήσουν να σώσουν την σοδειά. Γάμος και βαφτίσια; όλο το χωριό καλεσμένο. Θάνατος; η συμμετοχή όλων δεδομένη. Αν πέθαινε νέος ή νέα ή σκοτωνόταν, ματαίωναν γιορτές και πανηγύρια.
Είναι γνωστά τα пупретки-πούπρετκι (νυχτέρια), όπου οι νέες κοπέλες κυρίως, ξενυχτούσαν για να ετοιμάσουν τα προικιά κάποιας που θα παντρευόταν αλλά δεν είχε προλάβει να τα ετοιμάσει.
Παρόμοια νυχτέρια έκαναν και οι παντρεμένες γυναίκες για να ολοκληρώσουν την επεξεργασία για τη διατήρηση και την αποθήκευση των τροφίμων του χειμώνα (зимница-ζίμνιτσα), όπως αρμάθιασμα πιπεριάς, κρεμμυδιού, σκόρδου και προετοιμασία για τα τουρσιά.
Με νυχτέρια επίσης αντιμετώπιζαν το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού που γινόταν με τα χέρια και ήταν ευχάριστη απασχόληση για τους νέους και τις νέες, αφού αποτελούσε μια σοβαρή δικαιολογία να μένουν πολλές ώρες σε νεανικές συντροφιές. Ισοδυναμούσε το ξεφλούδισμα αυτό με τα σύγχρονα πάρτυ των νέων.
Παραδείγματα ενεργοποίησης αυτόματων αντανακλαστικών που προέρχονται από την εμπεδωμένη συλλογική συνείδηση για μια αρμονική συμβίωση, υπάρχουν αμέτρητα.
Το καθάρισμα και η συντήρηση των πηγών (извори-ίζβορι) κάθε χωριού, ήταν εθιμικά καθιερωμένο καθήκον των βοσκών (οβτσσάρι, κοζάρι, γκοβεντάρι). Οι μερακλήδες από αυτούς, τις στόλιζαν με πέτρες, έφταχναν κύπελα από ξύλο ή φλούδες δέντρων και καθάριζαν το μέρος γύρω από τις πηγές.
Άτομα με κοινωνικές ευαισθησίες και με ανησυχίες για το μέλλον και με δεδομένο τα αυστηρά ηθικά πλαίσια, αναλάμβαναν να ,,φτιάξουν,, ζευγάρια. Ήταν οι στρόινιτσι (προξενητές) και στρόινινκι (προξενήτρες).
Ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη στην συνείδησή τους η αναγκαιότητα της κοινοτικής συνοχής, που όλες τους οι ενέργειες και δραστηριότητες είχαν ως άξονα πορείας τη διατήρησή της. Με εμπιστοσύνη ο ένας για τον άλλο, αλληλοεκτίμηση και αγάπη, διατήρησαν επί αιώνες τη γνησιότητα της γλώσσας, τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά τους.
Η κοινωνική συνοχή και η αυτοτέλεια των μακεδόνικων κοινοτήτων φαινόταν από την αρμονική πραγματοποίηση των κοινωνικών εκδηλώσεων και τελετών, όπως πανηγύρια, γιορτές, γάμοι, κηδείες κ.α. Οι κοινωνικοί αυτοματισμοί ενεργοποιούνταν και το αποτέλεσμα ήταν πάντα θετικό.
ΑΙΓΑΙΑΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ
= = = =
Αναδημοσίευση από τη ΗΟΒΑ 3ΟΡΑ, τεύχος Φεβρουαρίου 2012 http://novazora.gr/arhivi/date/2012/02