του Σπυρου Καραβα
Ο Σπύρος Καράβας διδάσκει ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στην Πολιτική Κίνηση ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων Αθήνας του Συνασπισμού, στις 16 Μαΐου 2008.
Το 2108, ο άπολις ιστορικός θα μειδιάσει ξεφυλλίζοντας τα δημοσιεύματα του έτους 2008, σε μακεδονική γλώσσα (χωρίς εισαγωγικά), με θέμα τους την αρχαία Μακεδονία και τον Μεγαλέξανδρο: τον Γκόλεμ Αλεξάντρ. Ο ίδιος ιστορικός, ειδικευμένος στη νεότερη βαλκανική ιστορία, θα διαπιστώσει ότι τα 15 περίπου χρόνια που προηγήθηκαν του 2008, η συγκεκριμένη ιστοριογραφία έβαινε αυξανόμενη. Μια βιβλιογραφία που παραπέμπει άλλοτε έμμεσα και άλλοτε άμεσα στην αιματολογική ή έστω πολιτισμική συγγένεια του εθνικού κράτους της Μακεδονίας με εκείνο του Μεγαλέξανδρου, κατά 23 αιώνες προγενέστερο. Εξ ου και το μειδίαμα του ιστορικού μας, καθώς το νεόδμητο κράτος της Μακεδονίας (χωρίς εισαγωγικά), που προέκυψε από την διάλυση της Ομόσπονδης Νοτιοσλαβίας -ως συνέχεια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας από το 1944- βάλθηκε να αποδείξει σε εαυτούς και αλλήλους την αρχέγονη κληρονομιά του και το ένδοξο παρελθόν του, από τα βάθη των αιώνων.
Τίποτα το πρωτότυπο μέχρι εδώ, αφού η επινόηση ενός όσο πιο αρχαίου και ένδοξου παρελθόντος αποτελεί την πεπατημένη πρακτική που ακολούθησαν όλα τα εθνικά κράτη που ιδρύθηκαν από τον 19ο αιώνα και εξής. Η διεκδίκηση αυτή του παρελθόντος γίνεται ακόμη πιο ακραία, ακόμη περισσότερο ανιστόρητη, όταν υποβοηθείται από γειτονικούς εθνικισμούς. Και στην περίπτωση του εθνικισμού του εκπορευόμενου από τη Δημοκρατία της Μακεδονίας, ο ελληνικός εθνικισμός συνεισέφερε τα μάλα, τα 17 τελευταία χρόνια. Αναγόρευσε, για ακόμη μια φορά, έναν ύψιστο εχθρό στα σύνορά του ώστε να νοιώθει την ηδονή του ανάδελφου της ελληνικής φυλής.
Όμως, ο άπολις ιστορικός μας, μη γνωρίζοντας εισέτι την ψυχωτική σχέση των Νεοελλήνων με τη μυθώδη ιστορία τους, δηλαδή με τον εαυτό τους, θα εκπλαγεί μελετώντας τα ιστορούμενα υπό Ελλήνων, λογίων και μη, την αντίστοιχη περίοδο, εκεί στο γύρισμα του αιώνα από τον 20ό στον 21ο.
Πράγματι, όσα, κατά το πρόσφατο τουλάχιστον παρελθόν, διαμείφθηκαν και ιστορήθηκαν περί μακεδόνων και Μακεδονίας -γεωγραφικής, ιστορικής, κρατικής, διοικητικής και ό,τι άλλο- στο όμορο κράτος της Ελλάδας, 160 χρόνια ωριμότερο (;) από το εθνικό κράτος της Μακεδονίας, προξενούν την κατάπληξη του μελετητή.
Γιατί είναι αυτονόητο πράγμα κάθε λαός, κάθε ανεξάρτητο κράτος, κάθε έθνος να αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει: να ορίζει δηλαδή τον εαυτό του κατά την επιθυμία του. Η αρχή του αυτοπροσδιορισμού είναι συνακόλουθη με την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Δηλαδή μία από τις σημαντικότερες κατακτήσεις των λαών του προπερασμένου αιώνα.
Βαδίζοντας αντίθετα προς αυτή την δημοκρατική κατάκτηση, μιά κατάκτηση στην οποία οφείλει και το κράτος των Ελλήνων την ύπαρξή του, η ελληνική πολιτεία αρνήθηκε και αρνείται το όνομα του "άλλου" στο όνομα των μύθων της.
Και η Αριστερά; Η ανανεωτική, ριζοσπαστική, κινηματική και ό,τι άλλο Αριστερά, που ζητήματα όπως εκείνα του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού θα έπρεπε να τα έχει απαντήσει εδώ και χρόνια, τι έπραξε στην τελευταία εμπλοκή περί του ονόματος της γείτονος;1
Συμφώνησε ο Συνασπισμός μαζί με τα υπόλοιπα κόμματα της Βουλής, πλην του "πατριωτικού" ΛΑΟΣ, τον όρο, την προϋπόθεση, βάσει της οποίας η Ελλάδα θα αναγνώριζε την γειτονική Δημοκρατία. Και ο όρος αυτός ακούει στο κλισέ "γεωγραφικός προσδιορισμός".
Δεν θα σχολιάσω το ασόβαρο της παραπάνω προϋπόθεσης. Πρέπει όμως να πω ότι αιφνιδιάστηκα όπως και πολλοί άλλοι σύντροφοι, από τη συγκεκριμένη θέση του Συνασπισμού. Σαν να μην έγινε τίποτα τα τελευταία 17 χρόνια. Σαν να μην κινήθηκε κανείς από το χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς ενάντια στο ρεύμα της μισαλλοδοξίας και του εθνικισμού που ξεσήκωσε η ανεξαρτητοποίηση της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Σαν να μην γράφτηκε τίποτα σχετικά με το Μακεδονικό ζήτημα, από την εμφάνισή του μέχρι τις μέρες μας. Σαν να μην κινητοποιήθηκαν -παρά τις λοιδωρίες- μέλη και φίλοι του Συνασπισμού, τα 17 αυτά χρόνια, υποστηρίζοντας το δικαίωμα των γειτόνων να ονομάζονται εκείνο που πιστεύουν, εκείνο που αισθάνονται, εκείνο για το οποίο πάλεψαν, δηλαδή Μακεδόνες.2
Θα αναφερθώ σε ορισμένους κοινούς τόπους για το Μακεδονικό, προσπαθώντας να φωτίσω τα αίτια της ελληνικής "ευαισθησίας". Να διευκρινίσω εξ αρχής ότι δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις ιστορίας σ' έναν πολιτικό, σ' ένα κόμμα, σ' ένα κράτος για να αναγνωρίσει την γειτονική του χώρα ως Δημοκρατία της Μακεδονία, εκτός εάν η χώρα του δεν ονομάζεται Ελλάδα αλλά "Κατωμακεδονία" -μία λέξη- και οι πολίτες της "Κατωμακεδόνες" - μία λέξη επίσης.3