Δε γεννήθηκα ούτε με εμφύσημα, ούτε με υπερπλασία, ούτε με κάποια γενετική ανωμαλία. Ήμουν ένα υγιέστατο αγοράκι, πρωτότοκος ών, που σκόρπισα πλημμυρίδα χαράς και ικανοποίησης στους αγροτο-κτηνοτρόφους γονείς μου.
Νύχτα, σκοτάδι! Μόνο νύχτα, μόνο μέσα στο σκοτάδι μπορώ να βάλω στο κάδρο των πρώτων μου αναμνήσεων, τους γονείς μου. Δε τους θυμάμαι με το φως του ήλιου, δε τους είδα ποτές! Γιατί άραγε; Πάντα με βασάνιζε αυτή η σκέψη κι απόκριση δεν είχα.
Και κύλαγαν τα χρόνια και από βρέφος γίνηκα νήπιο και από τότε αυτή η διαπεραστική μυρουδιά της γκαζόλαμπας, ακόμη μου στοιχειώνει την όσφρηση…
- Α! μεγκάλο, α! μαλέτσκο [μτφρ: μικρούτσικο], έλεγε η μπάμπω μου!
- Νε ραζμπίραμ μπάμπω [μτφρ: δεν καταβάινω γιαγιά], της αποκρινόμουν!
- Τα καταλάβεις τσέντο [μτφρ: παιδί μου], όπως κι εγώ κι η μαμά κι ο παππούς!
- Τακά τρέμπα! [μτφρ: έτσι πρέπει!] ανταπαντούσε, πάντα μειλίχια και υπομονετικά, αυτή που έμεινε ζωντοχήρα από κάποιες απάνθρωπες αποφάσεις κάποιων δοσίλογων, σημερινών προγόνων υπερήφανων μνημονιακών υπερδοσίλογων και κυβερνώντων συνάμα!
Κι ύστερα κι έπειτα και μετά ήρθε η τραγωδία του “θ”’ και του “δ”. Ακόμη έχω τα σημάδια στα γόνατα από την υπερπροσπάθεια που κατέβαλα, δεκάχρονο παιδί, να αναρριχηθώ στις στέγες των αχυρώνων, περήφανο παλικαράκι, και να φωνάζω με τις ώρες:
- Tάλασσα, τάλασσα, τάλασσα και κάποτε επιτέλους θάλασσα!
Και ακόμη:
- Nτάσκαλος, ντάσκαλος, ντάσκαλος, ώσπου επήλθε η λύτρωση: δάσκαλος!
Έκτοτε μου είναι αποκρουστική η θάλασσα και δεν μπορώ τους δασκάλους!
Προϊόντος του χρόνου, πόσο μου τσαλακώσανε την παιδική ψυχή μου, όταν τους συμμαθητές μου -προσφυγόπουλα στην καταγωγή- εγώ τους υπεδείκνυα και γραμματική και αριθμητική και πατριδογνωσία, αυτοί να με θεωρούν, ομού μετά των ντασκάλων μας, κάτι το υποδεέστερο, το παρακατιανό.
Και έπειτα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και άρχισε, δειλά δειλά, να ξεπροβάλει και από καμιά τρίχα στο προσωπάκι μου! Και τότε κατάλαβα!
Πάντα τα άκουγα αυτά, αλλά δεν τα καταλάβαινα!
- Γιατί «νίε σμε Μακεντόντσι;» [μτφρ: Γιατί «εμείς είμαστε Μακεδόνες;»]
- Γιατί «νίε σμε ντόπτσοι;» [μτφρ: Γιατί «εμείς είμαστε Ντόπιοι;»]
- Γιατί «νίε ντα νε λάφημε;» [μτφρ: Γιατί «εμείς να μη μιλάμε;»]
- Γιατί η μάνα μου βλέπει μια φωτογραφία και κλαίει ολημερίς;
- Γιατί στέλνει καθημερνώς γράμματα στην Πολωνία;
- Γιατί εγώ δεν γνώρισα παππού και μου στέλνει χαιρετίσματα μέσα από άσπρα φάκελα; Γιατί δεν έρχεται να με πάει μια βόλτα; Δε μ΄ αγαπάει;
Γιατί; Γιατί; Αμέτρητα!
Και τότε κατάλαβα! Για να με θεωρούν κάτι διαφορετικό, είμαι κάτι διαφορετικό! Και θύμωσα! Θύμωσα πάρα πολύ! Και μπήκα και στο κόμμα, δεκαεφτά χρονώ παιδί, και μπήκα και στα γιουνιβέρσιατα και έμαθα απταίστως τα Ελληνικά και είχα για ψωμοτύρι και το «θ» και το «δ» και πήρα και το λόουέρ (lower) τους!
Και ήμουν έτοιμος -έτοιμος δεν ξέρω γιατί- πάντως εγώ ήμουν έτοιμος!
Ήμουν έτοιμος για πολλά χρόνια, ώσπου έγινα γονιός και ήρθε ένα παιδικό μουτράκι να μου δείξει, πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε παντελώς όμοιοι!
Σε όποια γλώσσα και να του μιλούσα, είτε στα δικά μας, είτε στα άλλα, αυτό μόνο χαμογελούσε! Δε γνώριζε ούτε από ρετσινόλαδα, ούτε από μεγκάλα και μαλέτσκα, ούτε από σιδηρά παραπετάσματα! Μόνο γάλα γύρευε!
Έτσι είναι και οι άνθρωποι! Μόνο την ειρηνική συμβίωση και την πολιτισμική άμιλλα μεταξύ των λαών, δια μέσου της διαφορετικότητας, επιζητούν, όπου και να ανήκουν, όπου και να κατατάσσονται, μακριά από τυχοδιώκτες και επαγγελματίες ιμπεριαλιστές πολιτικούς και πολιτικές!
Επιμύθιον
Πρόσφατα με ρώτησε φίλος μου, τι ψέλλισα στο άψυχο κορμί της μάνας μου, αποχαιρετώντας την, πάνω από τον τάφο της. Του απάντησα ειλικρινά, πως δε θυμάμαι.
- «Όντι σε μάικο»! [μτφρ: «Πήγαινε μάνα!»] της είπες φίλε, μου επισήμανε.
Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, η γλώσσα που πρωτομίλησες σου ΄ρχεται ασυναίσθητα και εφ΄ όσον πρόκειται για την μητέρα σου, στη μητρική σου γλώσσα υποκλίνεσαι του απάντησα!
Krste
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου