Αναδημοσίευση από την “ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”, 25/08/13.
Ο ΙΟΣ
Οι κομιτατζήδες των Αθηνών
Ηταν η πρώτη μεγάλη αντιτρομοκρατική υπόθεση του ελληνικού εικοστού αιώνα.
Ηταν η πρώτη μεγάλη αντιτρομοκρατική υπόθεση του ελληνικού εικοστού αιώνα: ένα πρωινό του Ιουνίου του 1902, οι αθηναϊκές εφημερίδες πληροφορούσαν το κοινό τους ότι, χάρη στην επαγρύπνηση των διωκτικών αρχών, μόλις είχε εξαρθρωθεί «το Βουλγαρικόν Κομιτάτον» της ελληνικής πρωτεύουσας με «την σύλληψιν εν μέσαις Αθήναις φανατικών Μακεδόνων και Βουλγάρων πρακτόρων του βουλγαρικού επαναστατικού Κομιτάτου», οι οποίοι «μετ’ άλλων συντρόφων των διενήργουν αποστολάς όπλων εις Μακεδονίαν» («Εμπρός» 6.6.1902).
Οι συλλήψεις είχαν πραγματοποιηθεί στις 20-22 Μαΐου, όμως «τη παρακλήσει του τε Υπουργείου των Εσωτερικών και της Εισαγγελίας ελήφθη παρ’ όλων των εφημερίδων απόφασις να μη γραφή ουδέν απολύτως περί του ζητήματος, ίνα μη παρακωλυθούν αι περαιτέρω ενέργειαι των αρχών». Η αυτοσυγκράτηση διατηρήθηκε έως τις 5 Ιουνίου, όταν μια εφημερίδα έσπασε το εμπάργκο με άνωθεν κάλυψη. Την επομένη, οι κομιτατζήδες των Αθηνών και η εξουδετέρωσή τους φιγουράριζαν πρωτοσέλιδα σε όλα τα φύλλα, καταλαμβάνοντας τη μισή περίπου ύλη τους επί ένα τετραήμερο. Ωσπου στις 10 Ιουνίου το όλο ζήτημα εξαφανίστηκε εντελώς από την επικαιρότητα, μετά από εισαγγελική απαγόρευση των σχετικών δημοσιεύσεων.
Ολοκληρωτικά ξεχασμένη σήμερα, η μακρινή αυτή υπόθεση αποτέλεσε πραγματικό ορόσημο όσον αφορά τις κατασταλτικές πρακτικές του ελληνικού κράτους, την οικοδόμηση των μηχανισμών ασφαλείας, αλλά και τη σχέση αυτών των τελευταίων με τα ΜΜΕ. Αντίθετα απ’ ό,τι θα νόμιζε κανείς, αντικείμενο της «αντιτρομοκρατικής» επιχείρησης του 1902 δεν ήταν κάποιοι αλλοδαποί πράκτορες, αλλά «ομογενείς» μετανάστες από τη Μακεδονία, αρκετοί απ’ αυτούς Ελληνες πολίτες, ύποπτοι όμως για συνεργασία με το αντιοθωμανικό αυτονομιστικό αντάρτικο των κομιτατζήδων. Το υπό εξάρθρωση συνωμοτικό δίκτυο, διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο «Σκριπ» (6.6.1902), «αποτελείται εκ Βουλγάρων οι οποίοι εγκαταστηθέντες ενταύθα προ πολλού, απέκτησαν και την Ελληνικήν ιθαγένειαν πολιτογραφηθέντες. Πολλοί εξ αυτών ευρίσκονται με περιουσίας, με εμπορικά καταστήματα και με μεγάλα παντοπωλεία, χαίρουσι δε μεταξύ των πολλών την καλλιτέραν υπόληψιν ως άνθρωποι έντιμοι και ως πολίται, οι οποίοι δεν ηδιαφόρησαν όταν η Ελλάς είχεν ανάγκην συνδρομής, αλλ’ έσπευσαν και ηγωνίσθησαν παρά το πλευρόν της τον κοινόν αγώνα. Οι κύριοι ούτοι, οι μετερχόμενοι τον πατριώτην και τον αγωνιστήν, αποτελούν τον πυρήνα της προπαγάνδας της Βουλγαρικής», η οποία «ειργάζετο από ενός και πλέον έτους, προσηλύτιζε και απέστελλεν εις Μακεδονίαν όπλα, εκρηκτικάς ύλας και δυναμίτιδα», στρατολογώντας ταυτόχρονα μεταξύ των Μακεδόνων μεταναστών «εις τα περίχωρα των Αθηνών και εις τας επαρχίας ακόμη».
Οι συλλήψεις των Αθηνών και το παράλληλο ανθρωποκυνηγητό που εξαπολύθηκε τις ίδιες μέρες στη Θεσσαλία οδήγησαν, τα επόμενα χρόνια, στη συγκρότηση μηχανισμών ασφαλείας που ανέλαβαν τη διαρκή επιτήρηση χιλιάδων ανθρώπων, το ζύγισμα των «εθνικών φρονημάτων» τους και την προληπτική καταστολή όσων απ’ αυτούς (υπήρχε η εκτίμηση ότι) παρέκκλιναν από τη δέουσα νόρμα. Πρόκειται ουσιαστικά για τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του σύγχρονου αστυνομικού κράτους, όπως το γνώρισαν οι επόμενες γενιές Ελλήνων μέχρι το 1974: των «πιστοποιητικών φρονημάτων», των παρακρατικών τραμπούκων, των υπόγειων παρεκκλίσεων από τη δημοκρατική και δικαστική νομιμότητα. Πρώτο «πειραματικό» πεδίο εφαρμογής αυτής της εκτροπής, που στις επόμενες δεκαετίες επεκτάθηκε στο σύνολο των πολιτών, αποτέλεσε σ’ αυτή την πρώτη φάση μια συγκεκριμένη μερίδα του πληθυσμού: οι Μακεδόνες μετανάστες, εποχικοί ή μόνιμα εγκαταστημένοι στην ελληνική επικράτεια, που προέρχονταν από σλαβόφωνες περιοχές. Η εξέλιξη αυτής της «εξαίρεσης» είναι ιδιαίτερα διδακτική τις μέρες μας, καθώς αντίστοιχες «παρεκκλίσεις» από τη συνταγματική νομιμότητα (π.χ. στρατόπεδα συγκέντρωσης χωρίς δίκη) δρομολογούνται σε βάρος των πιο ευάλωτων μερίδων του μεταναστευτικού πληθυσμού.
Από τα «βόδια» στους «υπονομευτές»
Στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι σλαβόφωνοι μετανάστες από τη Μακεδονία (κυρίως την περιοχή Καστοριάς-Φλώρινας), που στην ειδησεογραφία των ημερών αναφέρονται άλλοτε ως «Μακεδόνες» κι άλλοτε ως «Βούλγαροι», συγκροτούσαν τρία υποσύνολα με διαφορετικά κοινωνικά χαρακτηριστικά. Ενα μικρό αλλά ιδιαίτερα ορατό τμήμα αποτελούνταν από διανοουμένους: σπουδαστές σε γυμνάσια και πανεπιστημιακές σχολές, εκπαιδευτικούς, γιατρούς, δικηγόρους. Πολύ περισσότεροι ήταν οι μόνιμα εγκαταστημένοι έμποροι, ειδικευμένοι τεχνίτες κι εργολάβοι της πρωτεύουσας, οι μυλωνάδες ή επιστάτες αγροκτημάτων της Θεσσαλίας και οι επαγγελματίες διαφόρων άλλων αστικών κέντρων. Τη μεγάλη πλειονότητα συγκροτούσαν ωστόσο οι εποχικοί αγρεργάτες που πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στις γενέτειρές τους και τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας ή οι ειδικευμένοι εργάτες –όπως οι ξυλοκόποι από το Μπούφι (σημ. Ακρίτας Φλώρινας) που, σύμφωνα μ’ έναν πληροφοριοδότη του ΥΠΕΞ, «κατ’ έτος μεταβαίνουν αθρόοι εις Πάτρας ως πριονισταί και εκείθεν διασκορπίζονται εις όλην την Πελοπόννησον».
Τα πραγματικά μεγέθη αυτού του μεταναστευτικού πληθυσμού δεν καταγράφονταν από καμιά απολύτως υπηρεσία κι είναι μάλλον αδύνατο να υπολογιστούν. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων που εξετάζουμε, κινδυνολογικές ανταποκρίσεις της αθηναϊκής εφημερίδας «Καιροί» υποστηρίζουν ότι «εν Θεσσαλία ζώσιν υπέρ τας 15 χιλιάδας Βούλγαροι, οίτινες υπό το πρόσχημα του εργάτου ή του φιλοπάτριδος Μακεδόνος υπονομεύουσιν την εθνικήν ημών υπόστασιν» (11/6/1902) κι ότι στον Βόλο κατοικούσαν «υπερδιακόσιοι Βούλγαροι έχοντες διαφόρους εργασίας και μετερχόμενοι πλείστα χειρωνακτικά και άλλα βιοποριστικά έργα» (12/6/1902). Αλλο δημοσίευμα των ημερών αναφέρει ότι τουλάχιστον 150 σλαβόφωνες οικογένειες είχαν εγκατασταθεί στον Μεγάλο Κεσερλή της Λάρισας (σημ. Συκούριο), όπου «εξέλεξαν και δήμαρχόν των» («Εμπρός» 8/6/1902). Γι’ αυτό το τελευταίο, εύγλωττες είναι οι παλιότερες καταγγελίες της ίδιας εφημερίδας (13/2/1901) για την επίσκεψη εκεί κάποιου «περίεργου ιεροκήρυκα» που έβγαζε ομιλίες «βουλγαριστί», αλλά και η σύγχυση του νομάρχη Λαρίσης Διομήδη Φανδρίδη, στην υπηρεσιακή αλληλογραφία του με το ΥΠΕΞ (4.6.1902), ανάμεσα στο Κεσερλή και το τουρκικό τοπωνύμιο «Κεσριέ» (=Καστοριά), που έφεραν τα διαβατήρια κάποιων μεταναστών.
Μέχρι το 1902, η διάβαση των χερσαίων ελληνοτουρκικών συνόρων γινόταν ανεξέλεγκτα, δίχως την προβλεπόμενη θεώρηση διαβατηρίων από το αρμόδιο προξενείο Ελασσόνας. Εν έτει 1899 ο πρόξενος Βατικιώτης προσπάθησε να καταργήσει αυτή την πρακτική, ως επιζήμια για «την δημοσίαν ασφάλειαν και το δημόσιον ταμείον», η αυστηρή εφαρμογή των σχετικών κανονισμών κρίθηκε ωστόσο τελικά επιβλαβής προς το (υπέρτερο) δημόσιο συμφέρον του εθνικού προσεταιρισμού των επίμαχων πληθυσμών, καθώς οι μετανάστες έπρεπε να διαγράψουν έναν πολυήμερο κύκλο για να εφοδιαστούν με την πολυπόθητη βίζα.
Οι τριβές με την κρατική γραφειοκρατία δεν ήταν ωστόσο το μόνο πρόβλημα στις σχέσεις των Μακεδόνων μεταναστών με το εθνικό κέντρο. Εξίσου σημαντικές αποδεικνύονταν οι άτυπες ρατσιστικές διακρίσεις που αντιμετώπιζαν, ως απόρροια της σύζευξης ταξικής κατωτερότητας και γλωσσικής διαφοράς: «Γουναράδες, κτίσται, υλοτόμοι ήρχοντο εκείθεν, ιδίως εκ του διαμερίσματος Καστορίας, πολλάκις ονομαζόμενοι Βούλγαροι παρά των της Παλαιάς Ελλάδος, λόγω της γλώσσης ην ωμίλουν», σημειώνει χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματά του ο μακεδονομάχος υπολοχαγός Κωνσταντίνος Μαζαράκης. «Τούτο τους συνεκράτει εν απομονώσει και ποια έχθρα προς τους Παλαιοελλαδίτας. Αυτός ήτο ο μόνος δεσμός» («Μακεδονικός Αγών», Θεσ/νίκη 1937, σ.8-10). Στις δικές του πάλι αναμνήσεις από τη φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών τη δεκαετία του 1850, ο Γκλιγκόρ Παρλίτσεφ καταγράφει τη δυσφορία που του προκαλούσε η υπεροπτική αντιμετώπιση των εργαζόμενων συμπατριωτών του από τους γηγενείς αστούς: «Οταν τα βράδια περνούσαν οι Καστοριανοί μάστορες μπροστά από το πανεπιστήμιο και μιλούσαν μεταξύ τους βουλγαρικά, οι συμφοιτητές μου έλεγαν “Ιδού περνούν τα βώδια”. Ράγιζε η καρδιά μου. Θιγμένος για την τιμή της καταγωγής μου, έβραζα από οργή που δεν μπορούσα να εκφραστώ» («Απομνημονεύματα», Αθήνα 2000, σ.65).
Η ελληνοβουλγαρική διαμάχη για τον προσεταιρισμό των Μακεδόνων θα πολιτικοποιήσει αυτές τις κοινωνικές αντιθέσεις. Ενα πρώιμο δείγμα αποτελούν οι αντίρροπες εκδηλώσεις της μακεδονικής παροικίας, κατά το σύντομο πέρασμα του Ρώσου στρατηγού Νικολάι Ιγνάτιεφ από την Αθήνα (18/1/1877). Το μεσημέρι επιδόθηκε στον επισκέπτη «εκ μέρους των Μακεδόνων» ψήφισμα «γεγραμμένον βουλγαριστί», το οποίο ζητούσε από τη Ρωσία ν’ απελευθερώσει «όχι μόνον τους Σλαύους, αλλά και όλας τας άλλας υποδούλους επαρχίας της Τουρκίας». Σύμφωνα με τις εφημερίδες, στο διάβημα μετείχαν «περί τους 100 των εν Αθήναις οικοδόμων (κτιστών και ξυλουργών), εκ Μακεδονίας το πλείστον καταγομένων» («Στοά» 19/1/1877) ή «πεντήκοντα περίπου τσούσιδες, δηλαδή μακεδόνες βουλγαρόφωνοι, ών τινες όμως είνε έλληνες τα φρονήματα, άλλοι δε βούλγαροι, πάντες δ’ αμφίβολοι τας διαθέσεις και απαίδευτοι, πεντήκοντα εξ εκείνων οίτινες επαγγέλλονται εν Αθήναις τους κτίστας» («Εφημερίς» 19/1/1877). Το ίδιο βράδυ, «διακόσιοι περίπου Μακεδόνες, μεταξύ των οποίων φοιτηταί, λόγιοι, πάντες αξιότιμοι άνδρες», απάντησαν στους «αθλίους τσούσιδες» διαδηλώνοντας στο κέντρο της Αθήνας με αντισλαβικά συνθήματα («Εφημερίς», όπ.π.).
Ο εσωτερικός εχθρός
Στο γύρισμα του αιώνα, οι διακηρυκτικές αυτές συμπάθειες έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στη λειτουργία συγκροτημένων αντίπαλων μηχανισμών και δικτύων. Η ανάπτυξη του αντιοθωμανικού κινήματος των κομιτατζήδων της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ) και η ανακλαστική ταύτιση του σκληρού πυρήνα του «ελληνικού κόμματος» με την οθωμανική τάξη πραγμάτων προκαλούν ριζικές ανατροπές στα συναισθήματα πολλών από τους Μακεδόνες μετανάστες. «Εκτός ελαχίστων, το πολύ πλήθος των εργατικών εν Ελλάδι Μακεδόνων εξηπατάτο» από τους κομιτατζήδες «δια της ιδέας ότι αι προσπάθειαι εις τας οποίας εκαλούντο να συμμετάσχουν απέβλεπον εις την απελευθέρωσιν της Μακεδονίας», παραδέχεται εν έτει 1911 η πρώτη ημιεπίσημη εξιστόρηση του μακεδονικού αγώνα από τον δημοσιογράφο Σταμάτη Ράπτη (σ.715-6), ενώ το 1902 ένας πολιτικός πρόσφυγας από την Καστοριά, πρώην κατάσκοπος του ελληνικού προξενείου, ισχυρίζεται σε φυλλάδιό του πως, «εξ όλων των ενταύθα βουλγαροφώνων Ελλήνων Μακεδόνων, αμφιβάλλομεν αν 30-40 ευρεθώσιν οι μη μεμυημένοι εις τα του Κομιτάτου».
Για τις πραγματικές διαστάσεις της δραστηριότητας των κομιτατζήδων της Αθήνας, περισσότερο διαφωτιστική αποδεικνύεται η αλληλογραφία του επικεφαλής τους, Λάζαρ Κισελίντσεφ ή Λαζάρου Κισελινίδη, ευκατάστατου μαρμαροτεχνίτη από το Κόσινετς (σημ. Ιεροπηγή) της Καστοριάς. Το όλο δίκτυο έφερε την ονομασία «Μακεδονο-Αδριανουπολίτικος Επαναστατικός Σύλλογος» και είχε ως αποστολή τη συγκέντρωση χρηματικών εισφορών, την περίθαλψη μαχητών καταδιωκόμενων από τους Οθωμανούς, κυρίως όμως την αγορά και αποστολή στη Μακεδονία μεταχειρισμένων τουφεκιών. Μετά το 1901, η Θεσσαλία χρησιμοποιήθηκε επίσης ως δίαυλος για την είσοδο ανταρτοομάδων και παράνομων στελεχών στη Δυτική Μακεδονία, καθώς η ελληνοτουρκική μεθόριος επιτηρούνταν λιγότερο ασφυκτικά από τη βουλγαροτουρκική. Ιδιαίτερο στόχο στρατολογίας αποτελούσαν οι παλιοί πολεμιστές των αντιοθωμανικών κινημάτων του 1878, 1886 και 1896-97, ιδίως όσοι θεωρούνταν «επαναστάτες εκ φύσεως». Η εμφάνιση ενός αντίπαλου ελληνομακεδονικού μηχανισμού κατέδειξε ωστόσο τα όρια της εμβέλειας του εγχειρήματος. «Οι Ελληνες άρχισαν μια συστηματική προπαγάνδα μεταξύ των Μακεδόνων μας», ενημερώνει ο Κισελίντσεφ την Υπερμεθόρια Αντιπροσωπεία της ΕΜΕΟ στις 12/4/1902. «Κάθε Κυριακή τούς μαζεύουν και τους λένε να μη γίνουν σχισματικοί, να μη συνεργάζονται με το Κομιτάτο. Δυστυχώς, υπάρχουν πολλοί που τους ακούνε».
Η αναμέτρηση αυτών των μηχανισμών κατέληξε τον Μάιο στη σύλληψη του Κισελίντσεφ, ενώ εργαζόταν στο εργοτάξιο του Σταδίου, κι έξι ακόμη Αθηναίων «Βουλγάρων». Μ’ εξαίρεση τον 23χρονο σπουδαστή της Εμπορικής Χαράλαμπο Ράλλη και τον («παντοπώλη» ή «εργαζόμενον εις τα παπλωματάδικα») Δημήτρη Ουζούνη, οι περισσότεροι περιγράφονται στις εφημερίδες ως επαγγελματίες εγκαταστημένοι στην πρωτεύουσα από χρόνια, εύποροι και πλήρως ενταγμένοι στην τοπική κοινωνία. Γνωστότερος ήταν ο «μεγαλοπαντοπώλης και μεγαλοκτηματίας» Ναούμ Ρούκας, παλαίμαχος αντάρτης του 1878 και κομματάρχης βουλευτών χάρη στους «πολλούς φίλους» που διέθετε κι επηρέαζε. Σύμφωνα με επιστολή του Κισελίντσεφ από τη φυλακή προς την καθοδήγηση της Σόφιας, μόνο ο ίδιος κι άλλος ένας από τους συλληφθέντες ανήκαν στην ηγεσία της τοπικής οργάνωσης. Αλλες επιστολές του καταγράφουν την ανακρίβεια των σχετικών δημοσιευμάτων («μοιάζουν περισσότερο με μυθιστόρημα») και τον προβληματισμό των κρατουμένων για τη στάση που έπρεπε να κρατήσουν. Τελικά αποφάσισαν να μετατρέψουν τη δίκη τους σε πολιτικό βήμα, ήδη από τις 22/6 εκτιμούσαν όμως ότι θ’ απαλλαγούν με βούλευμα, καθώς το ελληνικό κράτος απευχόταν την επισημοποίηση της παρουσίας της ΕΜΕΟ στην ίδια του την πρωτεύουσα. Η εκτίμηση επιβεβαιώθηκε με την απόλυσή τους, κυριολεκτικά εν κρυπτώ, στις 19 Νοεμβρίου. Παρόμοια κατάληξη είχαν και οι περισσότερες από τις δεκάδες συλλήψεις που πραγματοποιήθηκαν τον Ιούνιο στη Θεσσαλία, ως προέκταση της εξάρθρωσης του «βουλγαρικού κομιτάτου» της πρωτεύουσας, αλλά και του τυχαίου πνιγμού μιας ανταρτοομάδας κομιτατζήδων, ενώ περνούσαν τον Πηνειό (1/6).
Απέμειναν οι θεσμικές αποκρυσταλλώσεις της υπόθεσης. Στις 15/6/1902 ο νομάρχης Λαρίσης εισηγείται στον πρωθυπουργό τη δημιουργία ειδικής υπηρεσίας για την παρακολούθηση και καταστολή του εσωτερικού εχθρού: «Διά τους 4 τουλάχιστον Νομούς της Θεσσαλίας και τας Αθήνας και τον Πειραιά», τονίζει, «παρίσταται επιβάλλουσα ανάγκη να συσταθή ιδία αστυνομική υπηρεσία, υπό ιδιαιτέραν ενιαίαν κεντρικήν διεύθυνσιν και ιδία εις τους Νομούς τούτους υπηρεσίαν, απαρτιζομένη από νέους αξιωματικούς προσκεκολλημένους μεν εις τας Αστυνομίας αλλ’ ανεξάρτητον έχοντας εν τω κρυπτώ δικαιοδοσίαν», οι οποίοι «να συνεννοώνται μόνον με τους Νομάρχας (και τους Εισαγγελείς όταν παραστή ανάγκη καταδιώξεως)».
Το παρακράτος
Στην πράξη, το έργο αυτό ανατέθηκε σ’ ένα παρακρατικό δίκτυο Μακεδόνων μεταναστών, συγκροτημένο ειδικά για την περίσταση. «Από το 1902-1903 ήρχισα να ψευτοανακατώνομαι στην Αστυνομίαν Αθηνών, ήτις κατεδίωκε τους κατασκόπους Βουλγάρους και ενεθάρρυνε εμέ να ξυλοκοπήσω τότε πολλούς, Δάμψαν, Λεκάρτσεφ και λοιπούς», διαβάζουμε σε μεταγενέστερη έκθεση του καπετάν Κόδρου προς την ηγεσία του Ελληνομακεδονικού Κομιτάτου (8.7.1907), ενώ ακόμη γλαφυρότερος είναι ένας άλλος συνεργάτης της αστυνομίας, ο παλαίμαχος βλάχος αντάρτης Ναούμ Σπανός: «Επήρα την παρέαν μου μόλις ενύχτωσε, επήγα εις την ταβέρναν των αδελφών Λεκαφτσιέφ, έβγαλα το πιστόλι και επυροβόλησα την λάμπαν. Αρχίσαμε τις μπιστολιές και εκτυπηθήκανε εξ […] Μετά ολίγας ημέρας επήγαμε εις την οδόν Πινακωτών εις το μπακάλικο του Ναούμ Ρούκα, εκεί τον εσπάσαμε εις το ξύλο και το μπακάλικο το εκάμαμε σαλεπιτζήδικο, ώστε ηναγκάσθη να φύγει εις την Βουλγαρίαν» («Αναμνήσεις εκ του Μακεδονικού Αγώνος», Θεσ/νίκη 1957, σ.29). Οσα περιστατικά έφτασαν μέχρι τις στήλες των εφημερίδων παρουσιάζονταν σαν καθαρά προσωπικές αντιδικίες ή σαν «προκλήσεις» των αλλοεθνών θυμάτων. Για ευνόητους λόγους, τα τελευταία έσπευδαν συνήθως να υποστηρίξουν –κι αυτά– την πρώτη εκδοχή, διατρανώνοντας την ελληνικότητά τους.
Για τις παρενέργειες αυτής της εθνικής επαγρύπνησης στη θεσσαλική ενδοχώρα, αποκαλυπτική είναι πάλι μια έκθεση του νομάρχη Μαγνησίας προς το ΥΠΕΞ (31/1/1907): «Κατά προσταγήν ιδιωτικών σωματείων, αγνώστων ιδιωτών ή κατωτέρας δημοσίας αρχής», διαβάζουμε, «τα της διαμονής και ασφαλείας των εις Θεσσαλίαν μονίμως εγκατεστημένων ή περιοδικώς δι’ ιδίας υποθέσεις ερχομένων Μακεδόνων, των μη αποδεικνυόντων ότι αναγνωρίζουσι το Πατριαρχείον, κανονίζονται κατ’ αυτοδυνάμοις μεθόδοις. Ασκείται πίεσις επ’ αυτών, απαγγέλλονται κατηγορίαι κατά των γνωστοτέρων και η ζωή των, υπό πατριωτικάς δικαιολογίας και ποικίλα προσχήματα, ευρίσκεται εκτεθειμένη εις τους εσχάτους κινδύνους. Κατ’ αντιποίησιν πλήρη των δικαιωμάτων του Κράτους, συντελούνται οιωνεί επικηρύξεις εν ονόματι των Εθνικών συμφερόντων […]. Εις την πληθύν των υποβαλλομένων κατηγοριών, ανυποστάτων το πλείστον, η Δικαστική αρχή χειραγωγείται εν γνώσει υπό πρακτόρων ιδιωτικών σωματείων, υπό αξιωματικών ή υπό υπαξιωματικών», η δε «εθνική αντίθεσις» χρησιμοποιείται ευρύτατα «ως απρόσβλητος δικαιολογία προς συγκάλυψιν αδικημάτων του κοινού δικαίου, εκβιάσεως, κλοπής, αρπαγής, φόνου».
Τον μηχανισμό που υπαγόρευε αυτές τις ενέργειες φωτίζει μια διαταγή του «ειδικού γραφείου» του προξενείου Μοναστηρίου προς «το εν Λαμία αρμόδιον τμήμα» (18/5/1906). Αναγγέλλοντας την επικείμενη άφιξη ενός χωρικού από τα Καστανοχώρια στη Δαμάστα Φθιώτιδας για να κληρονομήσει τον μύλο του άρτι εκλιπόντος πεθερού του, ο συντάκτης του εγγράφου ξεκαθαρίζει, δίχως την παραμικρή αιτιολογία, ότι «συμφέρον η εθνική υπηρεσία έχει ο άνθρωπος ούτος να φονευθή εν απολύτω μυστικότητι», αμέσως μετά την εγκατάστασή του στο χωριό.
Τα πιστοποιητικά φρονημάτων
Μέσα στο 1907 επιχειρήθηκε ο εξορθολογισμός αυτού του ελέγχου με τη θέσπιση ενός «πιστοποιητικού εθνικών φρονημάτων», το οποίο όφειλαν να φέρουν «πάντες οι εις Θεσσαλίαν εισερχόμενοι εκ των Βουλγαροφώνων της Μακεδονίας μερών προς εργασίαν». Αρμόδιοι για την έκδοση αυτών των εγγράφων, βάσει σχετικής εγκυκλίου του ΥΠΕΞ, ήταν «είτε ο [μακεδονομάχος] αρχηγός της περιφερείας, είτε ο Μητροπολίτης, είτε η επιτροπή [μακεδονομάχων] της πόλεως ή του χωρίου» καταγωγής των μεταναστών. Αν οι εισερχόμενοι δεν διέθεταν τέτοιο πιστοποιητικό, οι σταθμάρχες της μεθορίου όφειλαν «να ειδοποιώσι τα Κέντρα Τρικκάλων και Λαρίσσης περί των ονομάτων αυτών, του χωρίου των και του μέρους εις ο μεταβαίνουσι προς εργασίαν». Τα ελληνικά προξενεία διατάχθηκαν να ενημερώσουν τις μητροπόλεις κι εθνικές επιτροπές «των Βουλγαροφώνων μερών» ότι, χωρίς παρόμοια έγγραφα, οι κάτοικοί τους «καλόν είναι να παύσωσιν ερχόμενοι εις την Ελλάδα».
Το 1910 η αποκλειστική αρμοδιότητα έκδοσης των πιστοποιητικών εκχωρήθηκε στους μητροπολίτες, με κωδικοποίηση της χρησιμοποιούμενης ορολογίας ώστε να υποδηλώνει «το ποιόν των κομιστών» εν αγνοία αυτών των τελευταίων. Ακόμη πιο ακραία υπήρξε η εφαρμογή του μέτρου στην ίδια τη Μακεδονία, ήδη από το 1905: «Πας όστις δεν φέρη τοιούτον πιστοποιητικόν», διαβάζουμε σε σχετική εγκύκλιο του αρχηγού των μακεδονομάχων, υπολοχαγού Τσόντου-Βάρδα, «συλλαμβανόμενος εν Ελλάδι ή καθ’ οδόν παρά ιδικού μας σώματος το οποίον περιφέρεται επίτηδες θα φονεύηται ως ύποπτος Βούλγαρος» (Αρχείο Βάρδα, φ.2, εγγρ.50).
Μετά την ενσωμάτωση της νότιας Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος το 1913, η υπηρεσιακή ταξινόμηση των φρονημάτων του «εθνικά ύποπτου» πληθυσμού διατηρήθηκε, ως πτυχή πλέον της εσωτερικής αστυνόμευσης. Τις επόμενες δεκαετίες επεκτάθηκε στο σύνολο των Ελλήνων πολιτών, με την καθιέρωση του «πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων» από τη μεταξική δικτατορία (1938) και τις κυβερνήσεις του εμφυλίου (1947). Η οριστική κατάργηση του θεσμού, που εξαρτούσε την απόλαυση των νόμιμων δικαιωμάτων κάθε πολίτη από τη διοικητικά πιστοποιημένη «νομιμοφροσύνη» του, έγινε μόλις το 1982.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Εκδοση «κατά λάθος»
Ο Παύλος Κύρου από το Ζέλοβο της Καστοριάς (νυν Ανταρτικό Φλώρινας), γνωστός επίσης στις πηγές της εποχής του ως Πάβλε Κίροφ, Παύλος Αθανασόπουλος ή Πάβλε Τανάς, υπήρξε μια από τις πλέον εμβληματικές περιπτώσεις ντόπιου μακεδονομάχου. Πρώην μετανάστης στην Αθήνα κι επαγγελματίας οδηγός όσων διέσχιζαν παράνομα τα ελληνοτουρκικά σύνορα, προσελήφθη τον Μάρτιο του 1901 ως έμμισθος πληροφοριοδότης του ελληνικού προξενείου Μοναστηρίου και μετά το 1904 αναδείχθηκε σε ελάσσονα τοπικό οπλαρχηγό, μέχρι τον θάνατό του τον Νοέμβριο του 1906. Η στενή αυτή συνεργασία του με τον ελληνικό μηχανισμό δεν απέτρεψε, ωστόσο, την κακομεταχείρισή του από τις αρχές της Θεσσαλίας το 1902, με αποκορύφωμα την έκδοση του ίδιου και των συντρόφων του στα χέρια των οθωμανικών αρχών. Αγνοημένη ολοκληρωτικά από την ελληνική ιστοριογραφία, η περιπέτειά του αποτελεί αψευδή μάρτυρα των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων που πρυτάνευαν κατά τη διεξαγωγή του «αντισυμμοριακού» αγώνα κείνων των ημερών στο εσωτερικό της ελληνικής επικράτειας.
Την άνοιξη του 1902, ο Κύρου με 4 συντρόφους του επισκέφθηκε την Ελλάδα για προμήθεια όπλων κι επαφή με τους εδώ εθνικιστικούς κύκλους. Πριν από την αναχώρησή του, ο πρόξενος Μοναστηρίου Σταμάτης Κιουζέ-Πεζάς είχε συστήσει (2/4/1902) «να περιποιηθώσιν αυτόν αι Αρχαί, να προσέξωσιν όμως μη τυχόν παραλάβη ούτος μεθ’ εαυτού αρχαίους Ελληνας ληστάς» και «εμπέσωμεν εις τέχνασμα» της αυτονομιστικής Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης, που επιζητούσε «να παρασύρη και ημετέρους, ίνα δώση και Ελληνικήν ή μάλλον Μακεδονικήν χροιάν εις το κίνημα» των κομιτατζήδων. Ερμηνεύοντας με τον δικό τους τρόπο τις οδηγίες, οι αρχές συνέλαβαν τον Μάιο τους πέντε επισκέπτες στα Τρίκαλα με την κατηγορία ότι «απετέλεσαν εγκληματικήν συμμορίαν επί τω σκοπώ του να προβώσιν εις και διαρπαγάς εν Μακεδονία».
Η είδηση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις των συγχωριανών του Κύρου και στελεχών του ελληνικού μηχανισμού, όπως ο πρόξενος Πεζάς ή ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης. Υστερα από πέντε μήνες προφυλάκισης, οι κρατούμενοι αθωώθηκαν πανηγυρικά τον Οκτώβριο, ο εισαγγελέας και ο αστυνόμος Τρικάλων αποφάσισαν ωστόσο αμέσως την απέλασή τους, «ως λίαν επικινδύνων τη δημοσία ασφαλεία του Κράτους». Τελικά, οι πέντε Μακεδόνες παραδόθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από τη χωροφυλακή στις παραμεθόριες τουρκικές αρχές, που τους μετέφεραν «δεσμίους εις Καστορίαν».
Η άτυπη αυτή έκδοση προκάλεσε σοκ στον τοπικό πληθυσμό: «πολλά χωρία βουλγαρόφωνα πιστά και αφοσιωμένα ημίν, έτοιμα πάντοτε να προκινδυνεύσωσιν υπέρ της Ελληνικής ορθοδοξίας, προφέρωσι μετ’ αποστροφής από τινων ημερών το εθνικόν ημών όνομα», ενημερώνει ο πρόξενος την Αθήνα στις 5/11, προσθέτοντας ότι στο Ζέλοβο «εσχηματίσθη μεγάλη μερίς» υπέρ της μεταπήδησης του χωριού στη βουλγαρική Εξαρχία. Η ελληνική κυβέρνηση διέταξε ΕΔΕ, η οποία κατέληξε στο αναμενόμενο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε καμιά έκδοση και πως οι κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, διέψευσε δε κατηγορηματικά την καταγγελία τους πως οι χωροφύλακες «αφήρεσαν τα χρήματα, άτινα ούτοι έφερον μεθ’ εαυτών». Ο εισαγγελέας στην κατάθεσή του αποφάνθηκε πάλι, σε πείσμα της δικαστικής απόφασης, πως ο Κύρου και οι «άεργοι» σύντροφοί του «ήσαν πράκτορες των Βουλγαρικών κομιτάτων λίαν επικίνδυνοι», η δε μεταγωγή τους στα σύνορα απλώς ένα πάγιο μέτρο ασφαλείας που εφαρμόστηκε «και εις άλλους Βουλγάρους του ιδίου φυράματος»…
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Διαβάστε
● Basil C. Gounaris, «Social Gatherings and Macedonian Lobbying: Symbols of Irredentism and Living Legents in Early Twentieth-Century Macedonia», σε Philip Carabott (ed.), «Greek Society in the Making, 1863-1913» (Αλντερσοτ 1997, εκδ. Ashgate), σ.99-112. Εθνικά ορθή μελέτη, επικεντρωμένη σχεδόν αποκλειστικά στις δραστηριότητες όσων Μακεδόνων μεταναστών συμπορεύθηκαν με τον ελληνικό εθνικισμό. Παρεμπίπτουσα αναφορά στους κομιτατζήδες των Αθηνών και πλήρης αποσιώπηση, τόσο των θορυβωδών διώξεων του 1902 όσο και της κρατικής πολιτικής για την επιτήρηση του κύριου όγκου των μεταναστών.
● Σταμάτιος Ράπτης, «Ιστορία του Μακεδονικού Αγώνος» (Εν Αθήναις 1910, εκδ. Αναγνωστόπουλος & Πετράκος). Εκλαϊκευμένη εξιστόρηση σε μικρή απόσταση από τα γεγονότα, από ένα δημοσιογράφο συνεργαζόμενο με το Ελληνομακεδονικό Κομιτάτο. Ειδικό κεφάλαιο με τίτλο «Βουλγαρικόν κομιτάτον εν Ελλάδι» (σ.715-25), αισθητά φτωχότερο –και απείρως ανακριβέστερο– από τα δημοσιεύματα των ημερών.
● Sinan Kuneralp – Gul Tokay, «Ottoman Diplomatic Documents on the Origins of World War One. The Macedonian Issue, 1879-1912» (Κων/λη 2011, εκδ. ISIS). Συλλογή οθωμανικών διπλωματικών εγγράφων (στα γαλλικά) για την πρώτη περίοδο του μακεδονικού. Περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τεκμήρια για τις συλλήψεις του 1902 και την ευρύτερη ελληνοτουρκική σύμπραξη κατά των κομιτατζήδων.
● Ива Бурилкова –Цочо Билярски, Из архива на Гоце Делчев (Σόφια 2003, εκδ. Главно Управление на Архивите). Η εσωτερική αλληλογραφία του κεντρικού μηχανισμού των κομιτατζήδων κατά το 1902. Περιλαμβάνονται 15 επιστολές του Λάζαρ Κισελίντσεφ (οι 9 από τη φυλακή) κι άλλες 3 φυλακισμένων συντρόφων του, εξαιρετικά διαφωτιστικές για τις πραγματικές διαστάσεις και δραστηριότητες του παράνομου μηχανισμού της ΕΜΕΟ εντός της ελληνικής επικράτειας.
…………………………………………….
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς ios@efsyn.gr