Κυριακή, Δεκεμβρίου 07, 2014

ПУПРЕТКИ – ΠΟΥΠΡΕΤΚΙ: Μια νυχτερινή ,,διασκέδαση,, για τις κοπέλες

 

Кога ќе дојде зимата
да береме пупретки
да се соберва младината
селото да слуша песни
Народна поезија

[Πότε θα ΄ρθει ο χειμώνας
να κάνουμε νυχτέρια
η νεολαία να συνάζεται
τραγούδια στο χωριό ν΄ακούγονται]

Λαϊκή ποίηση

Στα χωριά μας παλαιότερα ο περιορισμός της νεολαίας και ιδιαίτερα των κοριτσιών ήταν πολύ αυστηρός. Οι κοπέλες με τη δύση του ηλίου Кога ќе дојде зимата да береме пупретки... - Πότε θα ΄ρθει ο χειμώνας να κάνουμε νυχτέρια...έπρεπε να είναι στα σπίτια τους, γιατί τη νύχτα κυκλοφορούσαν τα лоши ветришча (λόσσι βέτρισστσσα – κακά πνεύματα/αερικά) και τα вампири (βάμπιρι – βρικόλακες) και μπορούσαν να μολυνθούν (да се исроганат – ντα σε ισρογκάνατ). Τέτοια τους έλεγαν για να τις τρομάζουν, αφού ήταν μικρές και μέχρι τα είκοσι σχεδόν όλες είχαν παντρευτεί. Επέτρεπαν επισκέψεις σε σπίτια πολύ συγγενικά και πάντα με την συνοδεία κάποιου.

Μπορεί να ήταν αυστηροί οι γονείς και οι συγγενείς, ήταν όμως και οι νέοι ευρηματικοί. Ένα από τα ευρήματα των κοριτσιών ήταν τα пупретки (πούπρετκι – νυχτέρια), δηλαδή μαζεύονταν τις νύχτες του χειμώνα σ΄ένα σπίτι που διέθετε χώρο και τις περισσότερες φορές κοιμόντουσαν στο σπίτι αυτό. Η δικαιολογία της σύναξης ήταν η ετοιμασία του руото (ρούοτο – προίκας) τους.

Στην σύναξη αυτή, τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα, ακούγονταν διάφορα, όπως: ποιός τα ΄φτιαξε με ποιά – τι φτιάξιμο δηλαδή, απλά ομολογούσαν την αγάπη τους και τίποτα παραπάνω – ποιά стројвајне (στροϊβάινε – προξενιά) γίνονταν, ποιά ήταν η καλύτερη стројница (στρόινιτσα – προξενήτρα), ποιός αγαπάει ποιά κι αυτή δεν του δίνει σημασία, ποιά αγαπάει ποιόν και αυτός την αγνοεί και άλλα πολλά κοινωνικά σχόλια. Δεν έλειπε και η ώρα των τραγουδιών με μηνύματα, γιατί απ΄έξω τριγυρνούσαν οι νέοι που ήταν πληροφορημένοι ποιές ήταν μέσα, μόνο που τα τραγούδια ακούγονταν νωρίς, γιατί οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά του σπιτιού που φιλοξενούνταν κοιμόντουσαν. Τις μεταμεσονύχτιες ώρες ακούγονταν гатанки (γκάτανκι – αινίγματα) και приказни (πρίκαζνι – παραμύθια/ιστορίες).

Η κύρια βέβαια απασχόληση τους ήταν το φτιάξιμο της προίκας και έτσι άλλες плетеа (πλέτεα – έπλεκαν), άλλες шиеа (σσίεα – έραβαν) – εννοείται στο χέρι – άλλες вежеа (βέζζεα – κεντούσαν), άλλες предеа (πρέντεα – έγνεθαν) με την урка (ούρκα – ρόκα) κι άλλες στο ρόνταν (ροδάνι) κι αν υπήρχε και разбој (ράζμποϊ – αργαλειός), κάποια καθόταν και ткаеше (τκάεσσε – ύφαινε).

Τα αγόρια που ήταν πληροφορημένα για το γεγονός, και τριγυρνούσαν γύρω από τα σπίτια που γίνονταν τα πούπρετκι, σαν машки (μάσσκι – αρσενικά), για να δείξουν την πολύωρη περιφορά τους γύρω από τα σπίτια αυτά, έλεγαν χαρακτηριστικά ότι ,,ги мочаа стисојте,, (γκι μότσσαα στισόιτε – κατουρούσαν τους τοίχους).

Έλπιζαν τα αγόρια πως κάποια στιγμή, όταν θα αποκοιμόντουσαν τα μικρά παιδιά και οι ηλικιωμένοι του σπιτιού, η καλή τους θα έβγαινε στα κλεφτά για να ανταλλάξουν λογάκια αγάπης, μπορεί και κανένα φιλάκι.

Τυχερά ήταν τ΄αγόρια που είχαν εύκολη πρόσβαση στο σπίτι όπου γινόταν το νυχτέρι, δηλαδή είχαν στενή συγγένεια και μπορούσαν να μπούνε στο σπίτι και πολλές φορές όλο το σκηνικό ήταν σκηνοθετημένο για να δει εύκολα κάποιος νέος τη љубовника (λιουμπόβνικα – αγαπημένη) του.

Μερικές φορές οργανώνονταν συνεχή πούπρετκι όταν κάποια κοπέλα είχε ένα καλό стројникл (στρόινικλ – προξενιό), ήταν μικρή και δεν είχε έτοιμη την προίκα της.

Αποκλείεται βέβαια οι γονείς να μην αντιλαμβάνονταν γιατί γίνονταν τα νυχτέρια κι αυτό γιατί ζούσαν κι αυτοί στον ίδιο χώρο και χρόνο και δεν ήταν ανυποψίαστοι, όμως έδειχναν ανοχή και επιείκεια. Πώς εξάλλου θα έβρισκαν τα κορίτσια γαμπρό και πώς θα έβλεπαν τ΄αγόρια τα razbojo - ο αργαλειόςκορίτσια που αγαπούσαν!

Ένα παρόμοιο είδος νυχτεριού που συμμετείχαν αγόρια και κορίτσια και τις πρώτες ώρες και άτομα μεγάλης ηλικίας, ήταν το лупењето на пченката (λουπένιετο να πτσσένκατα – ξεφλούδισμα του καλαμποκιού). Θα μπορούσαμε να το αντιστοιχίσουμε με τα σημερινά πάρτι.

Στα νυχτέρια του καλαμποκιού ακούγονταν τραγούδια και πειράγματα μεταξύ των νέων. Οι νέοι πείραζαν κοπέλες, ποτέ όμως αυτές που αγαπούσαν – και ας το είχε ο κόσμο τύμπανο. Κρατούσαν ερμητικά κρυφό το μυστικό τους – κι ας το ήξερε όλο το χωριό – μέχρι που κι αν τύχαινε ν΄ανταμωθούν στο δρόμο δεν χαιρετιόντουσαν. ,,Τί θα πει ο κόσμος;,, έλεγαν και οι καρδούλες τους το ήξεραν πόσο ήθελαν να χαιρετηθούν κκι όχι μόνο. Σέβονταν τα ήθη και τις παραδόσεις και φοβόντουσαν τα κουτσομπολιά.

Στα νυχτέρια του καλαμποκιού τα άτομα μεγάλης ηλικίας τους μάθαιναν τα παλιά τραγούδια και την ιστορία τους κι απ΄τις διηγήσεις για γεγονότα του παρελθόντος άκουγαν την προφορική ιστορία του τόπου τους.

Ήταν ένας από τους χώρους που οι νέοι μάθαιναν και διέσωζαν την ιστορία του τόπου τους και τα ήθη και έθιμα αυτού.

Όταν ήταν προχωρημένη η ώρα, αποχωρούσαν οι μεγαλύτεροι κι έμεναν μόνοι τους οι νέοι κι αυτή ήταν η ώρα που περίμεναν όλοι και όλες για να εκφραστούν κάπως πιο ελεύθερα. Κάποιοι και κάποιες σηκώνονταν δήθεν για σωματική ανάγκη, που γινόταν υπαίθρια κι έτσι θ΄αντάμωναν έστω για λίγο στα σκοτεινά για ν΄ανταλλάξουν κάποια χάδια.

Δεν έλειπαν και οι γονείς που δεν επέτρεπαν στις κόρες τους να πηγαίνουν στα νυχτέρια, γιατί ήξεραν τι γινόταν σ΄αυτά.

Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του αγροτικού μας πληθυσμού, που ήταν συνέπεια έλλειψης παιδείας και χρόνιας σκλαβιάς, τους έκανε να συμπεριφέρονται έτσι και να στερούν την ελευθερία των παιδιών τους.

ΑΙΓΑΙΑΤΗΣ  ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ

http://novazora.gr/arhivi/11300

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου