Του ΤΑΣΟΥ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η ελληνική βιβλιογραφία για το Μακεδονικό Ζήτημα στην «κλασική» του φάση, μέχρι δηλαδή τους Βαλκανικούς πολέμους και την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας, χαρακτηρίζεται από μια έντονη ανισομέρεια.
Αυτό που έχει μελετηθεί είναι κυρίως οι διπλωματικές και (με ισχυρή δόση εθνικά ορθής αυτολογοκρισίας) στρατιωτικές παράμετροι του ζητήματος.
Οι κοινωνικές αντιθέσεις της μακεδονικής κοινωνίας πριν από το 1912 και η διαπλοκή τους με την ανάπτυξη των αντιμαχόμενων εθνικών κινημάτων και τις στρατηγικές επιλογές των εθνικών κέντρων, μόνο περιθωριακά έχουν θιγεί -συνήθως με παρεμπίπτουσες, δευτερεύουσες και λακωνικές αναφορές.
Κι όμως, το Μακεδονικό είναι πρακτικά αδύνατο να κατανοηθεί χωρίς τη γνώση του κοινωνικού πεδίου και των αντιθέσεων, πολιτική αντανάκλαση των οποίων υπήρξε η διαμάχη μεταξύ «ελληνοφρόνων» και «σλαβοφρόνων» Μακεδόνων στη διάρκεια μισού και πλέον αιώνα.
Το σοβαρό αυτό κενό έρχεται να καλύψει το βιβλίο του Σπύρου Καράβα, επίκουρου καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, «Μακάριοι οι κατέχοντες την γην. Γεωκτητικοί σχεδιασμοί προς απαλλοτρίωση συνειδήσεων στη Μακεδονία 1880-1909» (Αθήνα 2010, εκδ. Βιβλιόραμα).
Αντικείμενό του είναι μια ξεχασμένη αν και σημαντικότατη πτυχή αυτής της διαπλοκής του κοινωνικού με το εθνικό: τα σχέδια εξελληνισμού της (οθωμανικής ακόμη) Μακεδονίας διά του «εξελληνισμού» τής εκεί γεωκτησίας. Ως πηγές, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί υλικό από τα αρχεία του ΥΠΕΞ και προσωπικοτήτων της εποχής (Στ. Δραγούμης, Π. Δέλτα κ.ά.), τον Τύπο των ημερών, κυρίως όμως ένα ντοκουμέντο προκλητικά αγνοημένο από την εγχώρια μακεδονολογία: το φυλλάδιο «Το έργον του ελληνισμού εν Μακεδονία», που τύπωσε το 1880 «ως χειρόγραφον» (σε περιορισμένο δηλαδή αριθμό αντιτύπων, για διανομή σε στενό κύκλο οικονομικών παραγόντων και στελεχών του ελληνικού κράτους) ο Αθανάσιος Ευταξίας.
Τρικουπικός και τσιφλικάς
Απεσταλμένος της κυβέρνησης Τρικούπη στη Μακεδονία τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, ο τελευταίος αναλύει χωρίς εξωραϊσμούς την «εθνολογική» και κοινωνική κατάσταση στην περιοχή, εισηγούμενος μια στρατηγική συστηματικής αγοράς οθωμανικών τσιφλικιών και μετατροπής τους σε «εστίες ελληνικής εθνικής ζωής», με στρατηγικό στόχο τον γλωσσικό εξελληνισμό και -προοπτικά- την εγχάραξη ελληνικής εθνικής συνείδησης στους σλαβόφωνους καλλιεργητές τους. Συνδυάζοντας την εθνική δράση με τα ιδιωτικά του συμφέροντα, ο Ευταξίας φρόντισε, άλλωστε, στο ίδιο διάστημα να μετατραπεί ο ίδιος σε τσιφλικά, αγοράζοντας ένα αγρόκτημα με σλαβόφωνους κολίγους στο Τίκφες.
Ολόκληρο το φυλλάδιό του αναπαράγεται στο βιβλίο ως παράρτημά του, μαζί με δυο παρεμφερείς εισηγήσεις του 1859 (από τον εγκαταστημένο στις Σέρρες γιατρό Ιωάννη Θεοδωρίδη) και του 1909 (από τον πρόξενο Σερρών Αντώνιο Σαχτούρη). Η εμπιστευτική φύση της όλης «πραγματείας» είναι σαφής: ο Ευταξίας ξεκαθαρίζει στους επίλεκτους αναγνώστες του ότι «διά λόγους ευνοήτους εκρίθη επιβλαβής η δημοσίευσις αυτής» και ζητεί να μην «ανακοινώσωσιν αυτήν και εις άλλους, μη δυναμένους να τηρήσωσι το πράγμα εν απορρήτω».
Αποκαλυπτική είναι επίσης η περιγραφή από τον Καράβα της αντιμετώπισης του ντοκουμέντου από την «εθνικά ορθή» ελληνική ιστοριογραφία: είτε πλήρης αποσιώπηση είτε παραπλανητικές αναφορές, υψηλά δείγματα «της τέχνης τού να μιλάς αποσιωπώντας και να αποκαλύπτεις συγκαλύπτοντας» (σ. 42).
Τα... «κτήνη» του Δραγούμη
Χρησιμοποιώντας ως σκελετό το κείμενο του Ευταξία, και διασταυρώνοντάς το με παρόμοιες υπηρεσιακές εκτιμήσεις και εισηγήσεις μισού αιώνα, ο Καράβας φωτίζει εξαιρετικά το κοινωνικό υπόβαθρο της ελληνικής πολιτικής στην οθωμανική Μακεδονία. Από τις πρώτες κινδυνολογικές διαπιστώσεις του 1859 μέχρι τα εποικιστικά σχέδια του Ιωνα Δραγούμη, που το 1903 διαπιστώνει πως «απαιτείται όχι διατήρησις αλλά κατάκτησις της Μακεδονίας» με εγκατάσταση ελληνόγλωσσων γεωργών για ν' αποτραπεί ο κίνδυνος να μετατραπούν κάποια μέρα σε ιδιοκτήτες τα «κτήνη [τα] λαλούντα την βουλγαρικήν» που καλλιεργούν τη γη της, η εικόνα που προβάλλει απέχει έτη φωτός από το εξωραϊστικό σχήμα της κυρίαρχης ιστοριογραφίας.
Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται ωστόσο στην τεκμηριωμένη αποδόμηση ενός ακόμη εθνικού μύθου. Καταδεικνύει, παράλληλα, την ευρωπαϊκή γενεαλογία αυτής της στρατηγικής: πρότυπο του γερμανοσπουδασμένου Ευταξία δεν ήταν άλλο από την πολιτική, που εφάρμοσε ο Βίσμαρκ για τον εκγερμανισμό των πολωνικών εδαφών της Πρωσίας. Αποκαλύπτει, επίσης, μια ξεχασμένη πρόταση της αγγλικής διπλωματίας προς τον σουλτάνο το 1869, δυο χρόνια μετά την εξέγερση των Φίνιανς, για εποικισμό της Μακεδονίας με «οικονομικά κατεστραμμένους και πολιτικά επικίνδυνους Ιρλανδούς αγρότες». Τελικά, το τελευταίο αυτό σχέδιο έμεινε στα χαρτιά -κι έτσι, το Δουβλίνο δεν αποτέλεσε έναν ακόμη παράγοντα του (ιστορικού αλλά και του σημερινού) Μακεδονικού...
= = =
Απο την εφημερίδα “Ελευθεροτυπία” 18/12/2010