Ομιλία του Δημήτρη Λιθοξόου (Φλώρινα 17/9/2011) στην παρουσίαση του «Σύγχρονου Μακεδονικού-Ελληνικού Λεξικού», που εκδόθηκε από το Center Maurits Coppieters και τη Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού.
Γιατί ο τίτλος «Σύγχρονο Μακεδονικό-Ελληνικό Λεξικό» εκνευρίζει και θυμώνει τους εθνικά Έλληνες;
Το «σύγχρονο» σημαίνει γλώσσες που χρησιμοποιούνται σήμερα, οπότε δεν υπάρχει θέμα παρεξήγησης και εμπλοκής σε φιλολογικές διαμάχες για γλωσσικά ζητήματα της αρχαιότητας.
Η μία από τις δύο γραφές είναι κυριλλική, επομένως συνειρμικά παραπέμπει στη μεγάλη οικογένεια των σλαβικών γλωσσών.
Το «ελληνικό» θεωρείται αναμφίβολα εθνικά ορθό και εξακολουθεί να παραμένει υπεράνω κάθε υποψίας.
Αυτό λοιπόν που ενοχλεί είναι η λέξη «μακεδονικό», καθώς θεωρείται από την ιδεολογικο-πολιτική κοινότητα του ελληνικού έθνους, λέξη κατατεθειμένη στην ελληνική εθνική αφήγηση (ή όπως θα έλεγα εγώ: είναι μία σημαντική ψηφίδα του ελληνικού εθνικού μύθου).
Δεν θα ασχοληθώ εδώ ξανά, με το ζήτημα της ονομασίας του μακεδονικού έθνους. Έχω μιλήσει και έχω γράψει γι αυτό, εξαντλητικά, στο παρελθόν. Και έχω εξηγήσει το δίκιο των Μακεδόνων.
Θέλω μόνο να προσθέσω τώρα, πως η ουσία του προβλήματος βρίσκεται στον τρόπο που κατανοούν την εθνική τους ταυτότητα οι Έλληνες.
Καθώς, σε τελευταία ανάλυση, μπορούμε πια να ορίσουμε σαν εθνικά Έλληνα, όποιον θεωρεί τον εαυτό του (με κάποιο τρόπο) ως απόγονο των αρχαίων Ελλήνων.
Αυτή η ανοησία, από πλευράς λογικής και γνώσης, αποτελεί δυστυχώς την ψυχή του ελληνικού Έθνους.
Και εξηγούμαι.
Οι εθνικά Έλληνες κατασκευάστηκαν διαχρονικά από το κράτος. Από το παλιό Βασίλειον της Ελλάδος και στη συνέχεια τη λεγόμενη Ελληνική Δημοκρατία. Στο ξεκίνημα του εγχειρήματος βρίσκεται ο Βαυαρός βασιλιάς Λουδοβίκος και ο γιος του Όθωνας, που ήρθε εδώ με τους γερμανούς αυλικούς, λόγιους και στρατιώτες του και αποφάσισε να βαπτίσει (σύμφωνα με τη ρομαντική αρχαιολατρία του) τους νέους ιθαγενείς υπηκόους του (τους Ρωμιούς, τους Αρβανίτες και τους Βλάχους) ως «απόγονους» των αρχαίων Ελλήνων.
Τα σχολεία του ελληνικού κράτους που δημιουργήθηκαν, προσπάθησαν από την αρχή να ξεριζώσουν τη ρωμαίικη, αρβανίτικη και βλάχικη γλώσσα των μαθητών τους και να τους διδάξουν τη νεκρή γλώσσα που υπήρχε γραμμένη στα αρχαία ελληνικά κείμενα και την ψευτο-χρησιμοποιούσαν ως τότε μόνο επαγγελματικά οι δεσποτάδες και οι γραμματικοί τους. Οι δημιουργοί του νέου Έθνους νόμιζαν πως όσες περισσότερες αρχαίες λέξεις νεκρανάσταιναν, τόσο και πιο πολύ θα έμοιαζαν οι ζωντανοί υπήκοοι με τους ενδόξους παλαιούς πεθαμένους. Ήταν το μεγάλο «κόλπο», μαζί με τη συστηματική παραχάραξη της ιστορίας του τόπου, για να πείσουν σιγά-σιγά τη Ρωμιοσύνη, την Αρβανιτιά και τη Βλαχιά, να απαρνηθούν τις λαϊκές γλώσσες και τους πολιτισμούς τους και να πολτοποιηθούν στο εθνικο-κρατικό ιδεολογικό χωνευτήρι, μαϊμουδίζοντας «ελληνιστί».
Αυτός ο πόλεμος κατά των λαϊκών γλωσσών, εφαρμόστηκε με κρατικό σχέδιο, από γενιές καθαρευουσιάνων εκπαιδευτικών, δασκάλων, καθηγητών και πανεπιστημιακών (αλλά και δημοσιογράφων), αυτών των μισθοφόρων του εθνικού κινήματος καθαρισμού και εξελληνισμού της γλώσσας.
Πριν λοιπόν ξεκινήσουν οι βαλκανικοί πόλεμοι για την εθνική επέκταση προς Βορρά, τα μετόπισθεν είχαν ήδη καθαριστεί γλωσσικά, σε μεγάλο βαθμό. Το 1911 μάλιστα είχε απαγορευτεί και συνταγματικά κάθε προσπάθεια για χρήση της ρωμαίικης ή δημοτικής γλώσσας σε οποιοδήποτε τομέα της διοίκησης.
Η συστηματική δίωξη της γλώσσας και του πολιτισμού των κατοίκων των νέων επαρχιών, ήταν εγγυημένη από το ελληνικό εθνικό κράτος, με την άφιξη των πρώτων κλιμακίων της νέας διοίκησης. Είχε έρθει η σειρά των καινούργιων υπηκόων, να γίνουν «απόγονοι» των αρχαίων Ελλήνων. Η εθνική ένταξη ήταν μονόδρομος. Και περνούσε πάντα από τη σκιά της Ολυμπίας και της Ακρόπολης.
Για να ξαναγυρίσω στο λεξικό, έχοντας υπόψη μας τα παραπάνω, βρίσκουμε στο βιβλίο καταγραμμένες 15.000 περίπου λέξεις της μακεδονικής εθνικής γλώσσας και την ερμηνεία τους στην ελληνική εθνική γλώσσα.
Είναι προφανές ότι μιλάμε για τις επίσημες γλώσσες δύο εθνικών κρατών, γλώσσες που καλλιεργούνται και αναπαράγονται από τα εκπαιδευτικά συστήματα των δύο χωρών.
Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις δύο γλώσσες, βρίσκεται στο ότι η επίσημη γλώσσα του μακεδονικού εθνικού κράτους έχει στηριχθεί στο γλωσσικό υλικό ενός λαϊκού πολιτισμού, ενώ η επίσημη γλώσσα του ελληνικού εθνικού κράτους δημιουργήθηκε σε εθνικά γλωσσικά εργαστήρια, για να αντικαταστήσει με τη βία τις λαϊκές γλώσσες και να επιβάλει στον πληθυσμό με την υποχρεωτική εκπαίδευση, το λεξιλόγιο μιας νεκρής γλώσσας, που βρισκόταν στα παλιά λεξικά.
Αυτή η συστηματική εκπαιδευτική προσπάθεια του ελληνικού εθνικού κράτους κρατάει περισσότερο από ενάμιση αιώνα. Το αποτέλεσμα είναι πως οι επτά από τις δέκα λέξεις που βρίσκουμε σήμερα στα λεξικά (στην περίπτωσή μας και στο λεξικό που παρουσιάζουμε εδώ), είναι επιλεγμένες ή κατασκευασμένες από παλιούς και νέους φιλόλογους του ελληνικού έθνους, στρατευμένους στην υπόθεση του εξελληνισμού της γλώσσας.
Μια δεύτερη σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο εθνικές γλώσσες, είναι ότι η μεν μακεδονική χρησιμοποιεί κυριλλικούς (ή λατινικούς χαρακτήρες σα δεύτερη επιλογή) και φωνητική γραφή, η δε ελληνική χρησιμοποιεί ελληνικούς χαρακτήρες και την ονομαζόμενη «ιστορική» ορθογραφία.
Η μακεδονική είναι μια γλώσσα που τη γράφεις, όπως τη μιλάς. Η ελληνική είναι μια γλώσσα που αλλιώς τη μιλάς και αλλιώς τη γράφεις.
Οι λέξεις που βρέθηκαν στα λεξικά της αρχαίας ελληνικής, προφέρονταν από τους αρχαίους Έλληνες με διαφορετικό τρόπο, από αυτόν που τις προφέρουμε εμείς σήμερα. Αυτό έγινε δεκτό από το 15ο αιώνα, χάρη στο έργο του Ολλανδού Έρασμου, ενός κορυφαίου κλασικού λόγιου. Με εξαίρεση ωστόσο μια μικρή μειοψηφία που γνωρίζει το ζήτημα, οι εθνικά Έλληνες νομίζουν πως μιλάνε όπως οι υποτιθέμενοι αρχαίοι πρόγονοί τους.
Τα παιδιά μαθαίνουν λοιπόν στα ελληνικά σχολεία να γράφουν τις (περισσότερες) λέξεις με τρόπο άσχετο με την προφορά τους. Και να τις προφέρουν (και αυτό είναι το εθνικά τραγικό) διαφορετικά από ό,τι τις έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες.
Όσον αφορά τη γραφή, είναι νομίζω φανερό, πως ο μόνος λόγος που (με εξαίρεση την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος) δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί καμιά μεταρρύθμιση, είναι η ίδια η ψυχή της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας. Παραμένουμε αλυσοδεμένοι με τους ελληνικούς χαρακτήρες και την «ιστορική» ορθογραφία, σε όλη τη ζωή μας ανορθόγραφοι, ψάχνοντας τα λεξικά για το «σωστό» και το «λάθος», επειδή υπάρχει ο κίνδυνος νεωτερίζοντας να μη «μοιάζουμε» στους αρχαίους.
Η προγονοπληξία είναι η σημαντικότερη πνευματική αρρώστια σε αυτή τη χώρα. Μοιάζει με καρκίνο που έχει απλωθεί και κατατρώει όλο το σώμα. Ένας καρκίνος που παραμένει αθεράπευτος, όσο ο πυρήνας της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας, οι «αρχαίοι», οι θεωρούμενοι «ένδοξοι ημών πρόγονοι», βρικολακιάζουν και κατασπαράζουν καθημερινά τους ζωντανούς.
Να με συμπαθάτε που ξεστράτισα λίγο, αλλά κουράστηκα τόσα χρόνια να ακούω από ημιμαθείς κρατικοδίαιτους καθηγητάδες, τις γνωστές ανοησίες για την ιστορική συνέχεια της «ελληνικής» μας γλώσσα.
Εξ άλλου συνειδητοποίησα πως αυτό το κράτος κυνήγησε τη γλώσσα των προγόνων μου, τα ρωμαίικα και τα αρβανίτικα, πριν κυνηγήσει τη γλώσσα των Μακεδόνων.
Και τέλος, να πω πως λυπάμαι που σας μίλησα χρησιμοποιώντας αυτή τη γλώσσα, αλλά δυστυχώς αυτή μου μάθανε, με το χαστούκι και το χάρακα, στο σχολείο.
= = = =
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του Δημήτρη Λιθοξόου: http://lithoksou.net/elliniki-glossa.html