Σάββατο, Ιανουαρίου 26, 2013

Χρήσεις του ιερού: Μακεδονικό

 

Αναδημοσίευση από το RED Notebook

Γιώργος Καλπαδάκης, «Το Μακεδονικό Ζήτημα 1962-1995. Από τη σιωπή στη λαϊκή διπλωματία», Πρόλογος: Θάνος Βερέμης, Καστανιώτης, Αθήνα 2012, σσ.: 398

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου


Αν ο καπιταλιστικός κόσμος είναι ένας κόσμος απομαγευμένος, ο εθνικισμός δεν είναι παρά η κατεξοχήν «πολιτική θρησκεία» του: το αναπλήρωμα της μαγείας που χάθηκε. Από τη σκοπιά αυτή, τα «εθνικά θέματα» ήταν ανέκαθεν  τα «άγια των αγίων» της κρατικής εξουσίας. Εκεί νοηματοδοτείται, επιβάλλεται ή εκβιάζεται η ενότητα, εξ ου και η απαγόρευση της εισόδου σε αμύητους και ετερόδοξους, αλλά και το στίγμα του μειοδότη, που κατά καιρούς κυνηγά τους τελευταίους, ως έσχατο ανάθεμα. Το είδαμε πρόσφατα, με την παροξυσμική επίθεση εναντίον της Ιωάννας Γαϊτάνη. Και θα το ξαναδούμε πιθανότατα, καθώς το ιερατείο στερείται πειστικών επιχειρημάτων και «πιστών», αναγκάζεται λοιπόν να καταφεύγει όλο και συχνότερα στην κατ΄ ιδίαν διαβούλευση με τον Ύψιστο.

Εργαλειοποίηση του ιερού

Η ταπεινή πολιτική χρήση του ιερού, ιδίως σε καιρούς κρίσης της πίστης στα άλλα σύμβολα της εξουσίας, είναι μια υπόθεση γνώριμη, ιδίως από τα χρόνια του Μακεδονικού. Η ιερότητα των «εθνικών συμφερόντων» και των «εθνικών δικαίων» (η σταθερά, δηλαδή, της ρητορικής που σχετίζεται με τα εθνικά θέματα), αποδείχτηκε εδώ αντιστρόφως ανάλογη της συχνότητας με την οποία το Μακεδονικό εργαλειοποιήθηκε στην πρακτική πολιτική. Αποδείχτηκε, έτσι, ότι όσο πιο «ιερό» είναι ένα εθνικό θέμα, και όσο πιο έντονη η προσπάθεια αποπολιτικοποίησής του (εξουδετέρωσης των πολιτικών διαφορών, στο όνομα του Έθνους), τόσο πιο σοβαρά είναι τα στοιχήματα που επενδύονται στο άρμα του.
Καταφεύγοντας στην εξιστόρηση του Καλπαδάκη: Η ΕΡΕ πρωτοστατεί από το ΄59 ήδη στη βελτίωση (και απο-μακεδονοποίηση) των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων, προκαλώντας τις αντιδράσεις της Ένωσης Κέντρου και του Σοφοκλή Βενιζέλου, που της προσάπτει ότι αδυνατίζει το ανάχωμα στον πανσλαβισμό. Στην αμέσως επόμενη φάση, μόλις δηλαδή η Ένωση Κέντρου γίνεται κυβέρνηση, μερίδα του δεξιού Τύπου θα κατηγορεί για μειοδοσία τον «τροτσκιστή γέρο του Καστριού». Μερικά χρόνια αργότερα, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ του ΄81-΄89 θα αποδεχτούν τους όρους Σλαβομακεδόνες και Σλαβομακεδονία∙ θα είναι το 1992, όμως, που ο Ανδρέας Παπανδρέου θα κατηγορήσει το κράτος των Αθηνών (sic) για μειοδοσία, αρνούμενος τη συμβιβαστική λύση και συναγωνιζόμενος σε αδιαλλαξία τον Σαμαρά. Ο τελευταίος θα πρωτοστατήσει στην όξυνση των σχέσεων με το κρατίδιο (καντονοποίηση της πγΔΜ ή προσάρτηση από τη Νέα Γιουγκλοσλαβία του Μιλόσεβιτς είναι τα σενάρια που συζητά ως και το ΄95), άλλο αν ήταν ο αυτός ο ίδιος που, δέκα μέρες πριν το δημοψήφισμα για την ανεξαρτητοποίηση της πρώην γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, διαβεβαίωνε τους ευρωπαίους ομολόγους του με non-paper ότι θα δεχτεί τον όρο ΄Μακεδονία΄, αρκεί να μην έχει εθνικό περιεχόμενο (σ. 190).

Η πολιτική της απώθησης: Εμείς έθνος, αυτοί κατασκεύασμα

Η αντίφαση αυτή, ανάμεσα στον (ιδεολογικό) λόγο που καθ-ιερώνει μια πολιτική υπόθεση, και την  ευτελέστερη (εμπειρική) πολιτική διαχείρισή της, δεν οφείλεται σε συνωμοσίες, προδοσίες ή την «ευτέλεια» γενικώς της πολιτικής. Η κύρια όψη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο μακεδονικό, εν προκειμένω, δεν είναι αυτή που σχετίζεται κυρίως με ηθικά ατοπήματα – όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε πολιτική που στηρίζεται σε ιδεολογικές πεποιθήσεις. Η ιδεολογία δεν σημαίνει ψέμα και ανηθικότητα, σημαίνει όμως παραγνώριση: κρυμμένες ή μισές αλήθειες, τυφλά σημεία, σιωπές. Και «η περίοδος από το 1962 μέχρι τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας», γράφει ο Γιώργος Καλπαδάκης, «υπήρξε ένα τυφλό σημείο σε ό,τι αφορά το μακεδονικό» (σ. 29). Ένα σημείο που παραγνωρίστηκε, γιατί η ελληνική πολιτική ηγεσία, σε αντίθεση λ.χ. με τη βουλγαρική [1], επέλεξε για δεκαετίες ως λύση κάποια πράγματα να γίνονται, αλλά να μην λέγονται.
Αυτό που εν προκειμένω δεν λέχθηκε ήταν ότι, με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και με δεδομένη τη μετέπειτα διαφοροποίηση της Γιουγκοσλαβίας έναντι του ανατολικού μπλοκ, η βασική διάσταση του μακεδονικού δεν ήταν πια οι πραγματικές ή υποθετικές αλυτρωτικές βλέψεις της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αντίθετα, το βασικό πλέον ήταν η εθνογενετική και μειονοτική διάσταση του μακεδονικού, που υπερέβαινε κατά πολύ τα σχέδια και τους υπολογισμούς του Τίτο –και με την οποία το ελληνικό κράτος αρνήθηκε πεισματικά να καταπιαστεί επί της ουσίας. Του αρκούσε η άρνηση της εθνογένεσης ως «τεχνητής» προς τους έξω, και η καταστολή της σλαβογλωσσίας στο εσωτερικό [2]. Είμαστε στα χρόνια όπου κρατικό δόγμα είναι η τριπλή εξίσωση σλαβισμός = κομμουνισμός = απειλή της ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας.
Επρόκειτο, ωστόσο, όπως δείχνει ο Καλπαδάκης μένοντας στο πρώτο σκέλος του ζητήματος, για μια εθνογενετική διαδικασία παρόμοια με όσες είχε γνωρίσει μόλις πρόσφατα ο χώρος των Βαλκανίων. Μια διαδικασία με βάθος δεκαετιών, που συμπεριέλαβε την έκδοση εφημερίδων, βιβλίων και διδακτικών εγχειριδίων, την ανάπτυξη ιστοριογραφίας και την ανάδειξη/κατασκευή παραδόσεων και ηρώων. Την στράτευση, επίσης, της Εκκλησίας (εν προκειμένω: της ιδρυθείσας μετά τον πόλεμο Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας), αλλά και τη ζωηρή δράση οργανώσεων της διασποράς∙ οργανώσεων που επιχείρησαν να τονώσουν το εθνικό αίσθημα των μεταναστών, ενώ εν είδει λαϊκής διπλωματίας αναζήτησαν διεθνή στηρίγματα για τις θέσεις του υπό συγκρότηση μακεδονικού έθνους. Τι διαφορετικό είχε συμβεί άραγε μερικές δεκαετίες πριν, στις αρχές δηλαδή του 19ου αιώνα, με την ελληνική περίπτωση;

Σιωπές με σημασία

Παρά την απροθυμία της να θέσει το ερώτημα, και παρά την άρνησή της να ενημερώσει την κοινή γνώμη για τα τεκταινόμενα («απροθυμία», βεβαίως, σε μια εποχή που η αντιπολίτευση καραδοκεί, το δε μακεδονικό αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα της τριπλής εξίσωσης που προαναφέραμε), η  ελληνική πολιτική ηγεσία ήταν απολύτως ενήμερη.
Ο Ευάγγελος Κωφός, τεχνικός σύμβουλος και διευθυντής του Γραφείου Βαλκανικών Μελετών του Υπουργείου Εξωτερικών, γράφει ήδη στα 1963: «Δεν δύναται να αντιπαρέλθη τις το γεγονός ότι σήμερον δημιουργείται ‘μακεδονική’ εθνική συνείδησις τόσο εν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας όσον και μεταξύ των καταφυγόντων εις το [σιδηρούν] παραπέτασμα ‘Σλαυομακεδόνων’ […] Εντός ολίγων ετών, ουδείς θα δύναται να παραδεχθή –συνεργούντος και του τοπικισμού– ότι δεν υπάρχουν ‘Μακεδόνες’ με εθνικήν συνείδησιν» (σ. 49).
Λίγο νωρίτερα, εξάλλου, τον Δεκέμβρη του 1962, και στη συνάντηση του Ευάγγελου Αβέρωφ με τον γιουγκοσλάβο υπουργό Εξωτερικών Πόποβιτς, ο πρώτος θα πει: «Το πρόβλημα είναι λεπτόν και δύσκολον. Ες ημάς επικρατεί η εντύπωσις ότι δημιουργείται μακεδονικήν εθνότητα τεχνητώς. Σεις ερεθίζεστε όταν λέγεται τούτο. Αντιλαμβάνομαι τη συναισθηματική σημασίαν διά τον λαόν της Μακεδονίας σας. Ζητούν από εμέ να σας επιβάλω να δηλώνετε ότι δεν υπάρχει εθνότης μακεδονική, τουθ’ όπερ δεν πράττω» (σ. 340).

Συμφωνία κυρίων και μυστική διπλωματία

Η δύσκολη αυτή ισορροπία, η προσπάθεια δηλαδή της συναρμογής ιδεολογικών δεσμεύσεων και άσκησης εξωτερικής πολιτικής σε ένα σύνθετο διεθνές περιβάλλον, φαίνεται να επιτυγχάνεται τελικά στη συνάντηση Αβέρωφ-Πόποβιτς, τον Δεκέμβριο του 1962. Η συνάντηση αυτή, αφετηρία της αφήγησης του βιβλίου του Καλπαδάκη, θα καταλήξει σε μια «συμφωνία κυρίων» για την τήρηση χαμηλών τόνων και από τις δύο πλευρές σε ό,τι αφορά το μακεδονικό. Πρόκειται για ένα «modus vivendi», που στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι καλές ελληνογιουσκοσλαβικές σχέσεις είναι αμοιβαία επωφελείς, πολλώ δε μάλλον εφ’ όσον τις ενθαρρύνει ο αμερικανικός παράγοντας, που επικροτεί την αποστασιοποίηση του Τίτο από την ΕΣΣΔ.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, παρά δηλαδή τις εξαιρέσεις και τις εκατέρωθεν υπερβάσεις, οι καλές ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις δεν θα διακοπούν ούτε κατά τη δικτατορία, παρά τη σχετική έκκληση του ΚΚΕ. Όλη αυτήν την περίοδο, το μακεδονικό στη διεθνή του διάσταση, οπωσδήποτε δηλαδή και στην ονοματολογική του, δεν θα είναι παρά «πολυτελής» και δευτερεύουσα ενασχόληση: Για την Ελλάδα προέχει το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά, και φυσικά οι ισορροπίες στο εσωτερικό της χώρας, που καθ΄ όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο είναι εύθραυστες.
Η επιλογή της σιωπής θα δίνει, βέβαια, ενίοτε κωμικοτραγικά αποτελέσματα: «Εφόσον το θέμα θεωρείτο επισήμως ανύπαρκτο», γράφει ο Καλπαδάκης, «η πληροφόρηση της κοινής γνώμης πραγματοποιείτο κυρίως ανεπισήμως» – «κατ’ ιδίαν», όπως γράφεται σε υπηρεσιακά έγγραφα της εποχής. Στις αρχές του 1965, για παράδειγμα, ο έλληνας πρέσβης θα αποδοκιμάσει καναδό διπλωμάτη, που σε συνάντησή του με το Γιουγκοσλάβο πρόεδρο έχει ζητήσει απλώς να ενημερωθεί για τις εξελίξεις στο Μακεδονικό: «Επωφελήθη επισκέψεως παρά Τίτο ίνα αναμοχλεύση θέμα μειονοτήτων», είναι η ετυμηγορία για τον αδιάκριτο διπλωμάτη. Στο ίδιο μήκος, ο ίδιος ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών θα αποθαρρύνει, με ειδική εγκύκλιο, ακόμα και την αναφορά στα  Βαλκάνια: «Εις τα ‘Βαλκάνια δεν υπάρχουν παρά καθεστώτα κομμουνιστικά –άτινα υποβλέπουν την Ελλάδα– και η Τουρκία […] Δεν βλέπομεν κανένα λόγο να εξακολουθηθή προβαλλόμενος ο χώρος των Βαλκανίων ως τι το ιδιαίτερον» (σ. 57-58).

Από την απώθηση στην εθνικιστική φρενίτιδα
Όμως, παρά δηλαδή τις υπερβολές και τις υπερβάσεις, ο κοινός τόπος παραμένει επί δεκαετίες: Το μακεδονικό, και δη το θέμα του ονόματος, δεν κρίνεται επ’ ουδενί ως μείζον στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις.
Γιατί λοιπόν έπειτα από τρεις δεκαετίες «η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων θα ενέμενε με τόση θέρμη σε ιδέες που απέκλιναν ουσιωδώς από τις έως τότε πάγιες διπλωματικές θέσεις;». Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα που θέτει και επιχειρεί να απαντήσει η μελέτη του Καλπαδάκη, καθώς, όπως γράφει ο ίδιος, «η ταύτιση ολόκληρου του ιστορικού χώρου της Μακεδονίας με το ελληνικό τμήμα της, η εκδοχή της ‘Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας’ ως ενός τεχνητού κατασκευάσματος του Τίτο, η απόρριψη και η αναφορά στο γειτονικό κράτος με το όνομα της πρωτεύουσάς του, υπήρξαν θέσεις που το 1992 ανέτρεψαν την κρατούσα διπλωματική γραμμή» (σ. 12-13).
Γιατί λοιπόν συνέβη αυτό; «Με το μακεδονικό να έχει παρουσιαστεί ως ‘ανύπαρκτο’ επί δεκαετίες», εξηγεί ο συγγραφέας, «παρά την παρασκηνιακή δραστηριοποίηση των σλαβομακεδονικών φορέων και των ελληνικών κρατικών υπηρεσιών, το σύνθημα περί ‘ελληνικότητας’ της Μακεδονίας δεν μπορούσε παρά να κυριαρχήσει ως καθολικό αξίωμα» (σ. 221).
Ο ίδιος μας ζητά να αποφύγουμε τις πλάνες του «παροντισμού». Δεν έγιναν όλα –εξηγεί– την περίοδο 1991-1995. Με τη διάλυση όμως της Γιουγκοσλαβίας, και με δεδομένη τη γενικευμένη ανασφάλεια που δημιουργούσε η πολιτική ρευστότητα της εποχής, επιτράπηκε η διαμόρφωση μιας μαξιμαλιστικής θέσης («ούτε σύνθετο, ούτε παράγωγο, ούτε επιθετικός προσδιορισμός με το όνομα ‘Μακεδονία’»). Αυτή ήταν η προμετωπίδα των διαδηλώσεων που συγκρίθηκαν σε όγκο με εκείνες για την Απελευθέρωση (1944), το Κυπριακό (δεκαετία ’50) και την επιστροφή Καραμανλή στην Ελλάδα (1974) – υπό το βάρος δε των οποίων, και παρά τη μετριοπάθεια του Κίρο Γκλιγκόροφ από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα απέρριπτε ως και το «πακέτο Πινέιρο», μια λύση που δικαίωνε όλες τις ελληνικές θέσεις, με μόνο συμβιβασμό το «Νέα Μακεδονία».

***


Αξιοποιώντας στο έπακρο ένα ογκώδες αρχειακό υλικό, καθώς και συνεντεύξεις πρωταγωνιστών της εξωθεσμικής «διπλωματίας» των αρχών του ’90, το βιβλίο του Καλπαδάκη είναι μια συστηματική και ταυτόχρονα νηφάλια έρευνα. Η αξιοποίηση του υλικού αυτού, σε συνδυασμό με τη μακροσκοπική οπτική του συγγραφέα, υποχρεώνουν κάθε «ειδικό» επί του θέματος να αναμετρηθεί με τα συμπεράσματα της έρευνας – χώρια που ο Καλπαδάκης δεν απευθύνεται αποκλειστικά στο «εξειδικευμένο» κοινό.

Λαϊκή διπλωματία ή Κράτος, κλήρος και λαός στο ίδιο πεζοδρόμιο;
Η μόνη επιφύλαξη που θα ήθελα να θέσω προς συζήτηση έχει να κάνει με τον όρο «λαϊκή διπλωματία» που επιλέγει ο συγγραφέας, προκειμένου να περιγράψει την επίδραση της «συγκινησιακής» διάστασης του μακεδονικού στην εξωτερική πολιτική των αρχών του ’90.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, βεβαίως, ούτε για το εύρος και τον «αυθορμητισμό» της λαϊκής κινητοποίησης εκείνων των ημερών (για τη «ζήτηση», με άλλα λόγια, του εθνικιστικού παροξυσμού), ούτε για την ορθότητα της θέσης που διατυπώνεται, ότι οποιοδήποτε κόμμα ή πολιτικός δύσκολα θα μπορούσε να κινητοποιήσει «μια τόσο ευμεγέθη μάζα πολιτών» (σ. 221).
Αυτά που νομίζω ότι υποβαθμίζονται, ωστόσο, στην αφήγηση, προκειμένου να αναδειχτεί η επίδραση του λαϊκού θυμικού-ανορθολογικού στοιχείου στην εθνική παλιγγενεσία των αρχών του ΄90, είναι:
α) οι υποδοχές που έχει δημιουργήσει ο «κρατικός ορθολογισμός» των προηγούμενων δεκαετιών, όπως αυτός εκφράζεται διαχρονικά ως αντισλαβισμός και αντικομμουνισμός της καθημερινότητας από όλη την κλίμακα της διοίκησης, συμπληρώνοντας τον διπλωματικό ρεαλισμό της εποχής (πρόκειται, όπως δηλώνεται και στο βιβλίο του Καλπαδάκη, για τις συνέργειες πολιτευτών, απόστρατων αξιωματικών, ιερέων και μερίδας του Τύπου, βλ. σελ. 36) και
β) οι προσδοκίες για την ανασυγκρότηση ενός απαξιωμένου πολιτικού συστήματος, οι οποίες εμπλέκουν ένα ευρύ πλέγμα μηχανισμών του κράτους [3].
Σε μια συγκυρία, λοιπόν, περαιτέρω απομάγευσης του κόσμου, κι εκεί όπου τα κόμματα αποτυγχάνουν και «οι πολιτικοί» καταγγέλλονται, στο όνομα των «απαράγραπτων εθνικών δικαίων» κινητοποιούνται άλλοι μηχανισμοί, που βρίσκονται στο πεδίο του κράτους (υπουργεία, δημόσιοι οργανισμοί, Εκκλησία, ΜΜΕ), υλοποιούν ιδεολογικές εξουσίες και συμπαρασύρουν, υπερβαίνοντάς τα, τα κόμματα. Μέσω της παν-κινητοποίησης αυτής, το απαξιωμένο πολιτικό σύστημα αναβαθμίζεται στα νάματα ενός νέου Μακεδονικού Αγώνα∙ οι διάφορες συνιστώσες του επιχειρούν να υπερακοντίσουν η μία την άλλη, πλειοδοτώντας σε μακεδονισμό, ενώ στην ίδια συγκυρία, τα ΜΜΕ αξιοποιούνται από τα κόμματα και ταυτόχρονα διεκδικούν για δικό τους λογαριασμό, ως ανεξάρτητοι θεματοφύλακες των εθνικών συμφερόντων, το χαμένο κύρος των κομμάτων. Αυτό, νομίζω, είναι το περίγραμμα των νέων σχέσεων κράτους-κοινωνίας που εγκαινιάζει συμβολικά το μακεδονικό στη φάση της έξαρσης.
Κατ΄ αντιστοιχία, θα είναι με τη συναίρεση ιδεολογικών μοτίβων της δεξιάς (αντισλαβισμός) και της αριστεράς (αντιδυτικισμός), σε μια ρομαντική-αντινεωτερική εθνικιστική ιδεολογία (και μια αντίστοιχη πολιτική, για την οποία ο διάλογος ισοδυναμεί με προδοσία), που η ελληνική κοινωνία θα περάσει το κατώφλι του (νεοφιλελεύθερου) εκσυγχρονισμού της. Γιατί; Γιατί στο νέο τοπίο, το κοινωνικό ζήτημα θα εξαφανιστεί προς όφελος της «πολιτικής που ενώνει»: μιας πολιτικής για την ταυτότητα και το όνομα «που είναι η ψυχή μας». Διόλου τυχαία, ο Αντώνης Σαμαράς επιχαίρει που τις μέρες εκείνες η νεολαία (αυτή που μέχρι πρότινος καταλάμβανε σχολεία και αντιμετώπιζε τις ομάδες κρούσης της ΟΝΝΕΔ) «βγήκε στους δρόμους όχι για κάτι διεκδικητικό αλλά απλώς για την αγάπη στην πατρίδα» (Έθνος, 11.12.1992).
Προς επίρρωσιν των προαναφερθέντων, μόλις μια δεκαετία μετά, ο μακεδονομάχος λαός θα δώσει τη σκυτάλη στο λαό (κατά) των (νέων) ταυτοτήτων: στις λαοσυνάξεις υπό τον Χριστόδουλο και στην πολλοστή αποκάλυψη των ευρω-συνωμοσιών για τον «αφελληνισμό μας». Μια αποκάλυψη χάρη στην οποία η ελληνική Δεξιά θα ανασυγκροτηθεί με όρους κοινωνικού κινήματος, στερώντας από την Αριστερά το μονοπώλιο της λαϊκής αντιεκσυγχρονιστικής διαμαρτυρίας. Κυρίως όμως, επιβεβαιώνοντας τον εθνικοταυτοτικό-«μεταϋλιστικό» ορίζοντα, ως το πλέον νόμιμο πεδίο για την εκδήλωση της (όποιας) κοινωνικής αντιπολίτευσης --αν και, ευτυχώς, όχι για πολύ.
Με αυτή την έννοια, και κρίνοντας έστω εκ του αποτελέσματος, πολιτικό θάρρος για την εποχή εκείνη δεν ήταν απλώς η παραγνώριση της (εθνικά ευσυγκίνητης) κοινής γνώμης, όπως θα το έθετε με άλλη αφορμή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (σ. 188). Ήταν η προσπάθεια ανασυγκρότησης του λαού σε μια βάση αυτονομίας από το κράτος, τις σιωπές και τις μισές (εθνικές) αλήθειες του. Επρόκειτο, δυστυχώς, για ένα εγχείρημα που ανέλαβε μόνο του το ΚΚΕ, και μαζί σύντροφοι και συντρόφισσες από τη ριζοσπαστική Αριστερά, που οδηγήθηκαν στα δικαστήρια γιατί αντιστάθηκαν στη μισαλλοδοξία.
_______________
Σημειώσεις
[1] Παρά τις έντονες υπερεθνικές συγκρούσεις μεταξύ του βουλγαρικού και του γιουγκοσλαβικού μακεδονισμού, τις οποίες εξιστορεί εν παρόδω ο συγγραφέας, το μακεδονικό δεν έπαψε να αντιμετωπίζεται ανοιχτά, με αποκορύφωμα την αναγνώριση μακεδονικού ζητήματος το 1966 με την επίσκεψη Τίτο στη Σόφια – κι ενώ ορισμένοι κύκλοι στα Σκόπια εξακολουθούσαν να προβάλουν εδαφικές αξιώσεις στη «Μακεδονία του Πιρίν». Πώς εξηγείται μια τέτοια στάση; Στις αρχές του ’60, η ΕΣΣΔ ασκούσε πιέσεις στη Σόφια για την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων, ενώ η σοβιετική επιστήμη είχε αναγνωρίσει τους Σλαβομακεδόνες ως έθνος στη βάση του ελεύθερου εθνικού προσδιορισμού. Ο βρετανικός Τύπος από την άλλη πλευρά, αναφερόταν κι αυτός στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ως ‘Μακεδονία’ και στους Σλαβομακεδόνες ως ‘Μακεδόνες’. (σ. 23-27)

[2]
Τάσος Κωστόπουλος, Η απαγορευμένη γλώσσα, Μαύρη Λίστα, Αθήνα 2002
[3] Παραθέτω από τον Καλπαδάκη: «Είναι γεγονός ότι ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (ΕΟΤ), τα Ελληνικά Ταχυδρομεία (ΕΛΤΑ), ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας (ΟΤΕ), ο Οργανισμός Συγκοινωνιών Ελλάδας (ΟΣΕ) και οι Ολυμπιακές Αερογραμμές συγκαταλέχθηκαν μεταξύ των φορέων που πρωτοστάτησαν στη διάδοση του συνθήματος ΄Η Μακεδονία είναι ελληνική΄ μέσα από φυλλάδια, αφίσες, νομίσματα, πινακίδες, τηλεφωνικές κάρτες κ.ά. Το ζήτημα του ρόλου του υπουργείου Παιδείας θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ως δείγμα πολιτικής ανάμειξης στις λαϊκές κινητοποιήσεις, καθότι ο Γ. Σουφλιάς ανέλαβε την πρωτοβουλία να ενθαρρύνει τη συμμετοχή στο συλλαλητήριο της 12ης Φεβρουαρίου 1992, εκδίδοντας σχετική εγκύκλιο. τέλος, να υπενθυμισθεί και η υπόθεση των υψηλών απόρρητων δαπανών του υπουργείου Εξωτερικών στην περίοδο έξαρσης του μακεδονικού, οι οποίες έχουν αναφερθεί ως ένδειξη για την απόπειρα άνωθεν καλλιέργειας εσωτερικού κλίματος». Σε συνέντευξή του, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα πει ότι τα χρήματα αυτά δεν είχαν καμία σχέση με την εξωτερική πολιτική, ότι δόθηκαν κυρίως σε έλληνες δημοσιογράφους, και πολύ λιγότερο σε ξένους. Σύμφωνα με τον ίδιο τον πρώην πρωθυπουργο, «αυτή υπήρξε μία από τις μαύρες σελίδες της ελληνικής πολιτικής Ιστορίας» (σ. 365-366)...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου