Δευτέρα, Ιανουαρίου 07, 2013

ТАНАС МЕЧКАРОВ – ΤΑΝΑΣ ΜΕΤΣΣΚΑΡΟΒ

 

Μια απλή συνέντευξη, με απλές ερωτήσεις και απλές απαντήσεις. Για απλά αυτοβιογραφικά θέματα, απλές αλήθειες. Απλές σκληρές αλήθειες. Αλήθειες που θα καταλάβουν και θα αισθανθούν όλοι οι Μακεδόνες. Επειδή τις έζησαν, τις γεύτηκαν ή τις άκουσαν από τους προγόνους τους. Η ,,καθημερινή,, ζωή των ,,ανύπαρκτων,,.

Ο Αυστραλός πολίτης μακεδόνικης καταγωγής Танас Мечкаров-Τάνας Μετσσκάροβ γεννήθηκε στο φημισμένο μακεδόνικο χωριό Нерет,Леринско-Νέρετ,Λέρινσκο (Πολυπόταμος Φλώρινας). Μικρό ακόμη αγόρι, έζησε τις φρίκες του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και του Εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα και αναχώρησε για την Αυστραλία το 1950, σε ηλικία μόλις 14 ετών.

Το απόσπασμα της συνέντευξης που ακολουθεί (μετάφραση από την αγγλική γλώσσα) πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2010, από τον εκδότη των Pollitecon Publications, Βίκτορ Μπιβέλ ή Βίκτορ Μπιβόλτσσεβ, Αυστραλό πολίτη μακεδόνικης καταγωγής, επίσης από το χωριό Νέρετ.

Τάνας, θα ήθελες να μας πεις σχετικά με τις πρώτες παιδικές σου αναμνήσεις από το χωριό σου, το Νέρετ;

Οι παιδικές μου αναμνήσεις…Ήμουν παιδάκι, συνήθως έπαιζα με τα άλλα παιδιά. Όλοι ήταν πολύ πολύ φτωχοί. Θυμάμαι ότι είχαμε γείτονες που πολλές φορές δεν έτρωγαν επί τρεις ημέρες. Στο σπίτι ψήναμε ψωμί και μια κυρία ήρθε και ικέτευε τη μπάμπα μου (γιαγιά) να της δώσει λίγο ψωμί, επειδή είχε τρία μικρά παιδιά, δύο κοριτσάκια και ένα αγοράκι και δεν είχαν φάει τρεις ημέρες. Η μπάμπα μου της έδωσε όλο το ψωμί που είχε ψήσει την ημέρα εκείνη. Η γυναίκα δεν ήξερε πώς να την ευχαριστήσει.

Και εμείς ήμασταν φτωχοί, αλλά όχι σε τέτοια τραγική κατάσταση. Είχαμε μερικά πρόβατα, δυο τρεις αγελάδες και λίγη γη για να την καλλιεργούμε. Ζούσαμε σε ένα σπίτι όλη η οικογένεια μαζί, ο παππούς μου Στόιτσσε, η γιαγιά μου Λόζανα, η μητέρα μου Ρίστανα, οι δύο μου αδερφές Φάνα και Κάτα, ο αδερφός μου Μίτρε, εγώ, ο θείος μου, η θεία μου και τα δυο τους παιδιά. Ο πατέρας μου Βάνε βρισκόταν στην Αυστραλία.  Όλοι σε ένα σπίτι και λίγο αργότερα προσθέσαμε λίγα δωμάτια και το χωρίσαμε στα τρία, ένα τμήμα του παππού, ένα δικό μας και ένα στο θείο μου. Χωρίσαμε και το κοπάδι στα τρία. Ο αδερφός μου το βοσκούσε και εγώ είχα αναλάβει τις αγελάδες και τα βόδια.

Στο σχολείο πήγαινες;

Ναι, πήγαινα στο ελληνικό σχολείο. Όλα τα παιδιά υποχρεούνταν να πηγαίνουν. Δεν επέτρεπαν οι αρχές λειτουργία μακεδόνικων σχολείων. Πήγα περίπου ενάμιση, δύο χρόνια. Ήταν πολύ δύσκολα στο σχολείο, επειδή έπρεπε να μαθαίνουμε ελληνικά, απαγορευόταν να μιλάμε μακεδόνικα. Όλα όμως τα παιδιά μιλούσαμε, κρυφά βέβαια, τη μακεδόνικη γλώσσα. Άλλη γλώσσα δεν ξέραμε. Μια μέρα όμως με άκουσε ο δάσκαλος και με πήγε σε ένα δωμάτιο και άρχισε να με ρωτάει γιατί μιλούσα αυτή τη γλώσσα, τί γλώσσα ήταν αυτή; Δε γνώριζα τη διαφορά. Ήταν Μακεδόνικα. Μου είπε ότι ήταν βουλγάρικα. Εγώ δεν ήξερα τί είναι τα βουλγάρικα και με χτύπησε με ένα ραβδί περισσότερες φορές στα δύο χέρια, επειδή μιλούσα στη γλώσσα μου, στη μητρική μου γλώσσα. Τα Μακεδόνικα. Δεν καταλάβαινα τη διαφορά. Ήξερα απλά ότι πήγαινα στο σχολείο για να μάθω και ελληνικά. Τίποτα άλλο δεν ήξερα για το όλο θέμα. Ήμουν μόνο εφτά ή οχτώ ετών παιδάκι.

Τί είδους πράγματα σας μάθαιναν στο σχολείο;

Όλα όσα μας δίσασκαν αφορούσαν την Ελλάδα. Προσπαθούσαν να μας κάνουν Έλληνες. Τα πάντα γίνονταν για να μας μάθουν την ελληνική γλώσσα. Τίποτα άλλο. Όσο μπορούσαμε να καταλάβουμε, εκτός από την Ελλάδα δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Όλος ο κόσμος ήταν Ελλάδα.

Ποιά γλώσσα μιλούσατε στο σπίτι;

Μιλούσαμε μόνο μακεδόνικα. Δεν μας το επέτρεπαν, αλλά ήταν η μόνη γλώσσα που γνωρίζαμε, η μακεδόνικη γλώσσα. Συνηθίζαμε να σκεπάζουμε τα παράθυρα για να μη φαινόμαστε και προσπαθούσαμε να μιλάμε σιγανά για να μη μας ακούσει κάποιος απ΄έξω, ιδιαίτερα τα βράδια. Σκεπάζαμε τα παράθυρα με κουβέρτες. Πολύ βαριές και χοντρές κουβέρτες, τις οποίες φτιάχναμε από το μαλλί των προβάτων μας. Έτσι οι άνθρωποι που περνούσαν απ΄έξω δε μπορούσαν να καταλάβουν τί μιλούσαμε. Και έξω πάλι μόνο μακεδόνικα μιλούσαμε. Εάν βλέπαμε να έρχεται ο αστυφύλακας σωπαίναμε ή αρχίζαμε να λέμε ότι λέξεις ελληνικά είχαμε μάθει. Υπήρχαν βέβαια άτομα μεταξύ μας που δεν ήξεραν ούτε μια λέξη ελληνικά.

Η πλησιέστερη σας πόλη ήταν το Λέριν. Πηγαίνατε εκεί συχνά;

Είχα πάει στο Νεβόλενι (Σκοπιά Φλώρινας), δυο φορές, αλλά ποτέ μου δεν είχα πάει στο Λέριν. Η πρώτη φορά που βρέθηκα στο Λέριν ήταν λίγο πριν αναχωρήσω για την Αυστραλία. Ο πατέρας μου, μου είχε στείλει χρήματα για να αγοράσω μερικά ρούχα και άλλα πράγματα, τα οποία χρειαζόμουν για να ετοιμαστώ για το μακρινό ταξίδι προς την Αυστραλία. Αυτό συνέβη όταν ήμουν 13 ετών. Ποτέ πριν δεν είχα βρεθεί στην πόλη. Άκουγα γι΄ αυτήν, γνώριζα γι΄αυτήν, αλλά ποτέ δεν είχα πάει επειδή δεν υπήρχαν χρήματα, δεν μπορούσαμε τίποτε να ξοδέψουμε εκεί και έτσι δεν υπήρχε λόγος να μεταβούμε εκεί. Χώρια ο μακρύς ποδαρόδρομος που ήταν αναγκαίος.

Το Νέρετ ήταν ,,καθαρό,, μακεδόνικο χωριό;

Ναι, στο Νέρετ ζούσαν μόνο Μακεδόνες. Οί Έλληνες είχαν ένα αστυνομικό τμήμα εκεί, όπου  εργάζονταν μόνο Έλληνες. Έλληνες ήταν και οι δάσκαλοι που έστελναν στο χωριό. Κάτοικοι του χωριού Έλληνες δεν υπήρχαν. Υπήρχαν βέβαια αυτοί που αποκαλούσαμε ,,Γκρκομάνοι,,, αυτοί που ήθελαν να γίνουν Έλληνες ή που καλόπιαναν τις αρχές για να έχουν καλύτερη ζωή. Ένας σκύλος όμως, όσο και να μάθει να νιαουρίζει, γάτα δεν πρόκειται να γίνει. Πάλι σκύλος θα είναι.

Τί θυμάσαι σχετικά με το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο;

Θυμάμαι πολλά από το πόλεμο εκείνο. Οι Γερμανοί ήρθαν στο χωριό μας και πήραν όλα τα μουλάρια και τα άλογα ή τουλάχιστον όσα δεν προλάβαμε να κρύψουμε, για να εκτελούν τις εργασίες τους και να κουβαλούν πράγματα ως τους λόφους. Ήμουν οχτώ ή εννιά χρονών και δούλευα καθημερινά πολύ σκληρά για την ηλικία μου.  Τα μαντριά μας βρίσκονταν πολύ μακριά από το χωριό, πάνω στο βουνό και συχνά κοιμόμασταν εκεί. Έπρεπε να φορτώσω τα ζώα, με μεγάλη βιασύνη, να τα πάω στο χωριό, να ξεφορτώσω στο σπίτι και να εγκαταλείψω το χωριό πριν οι Γερμανοί μπλοκάρουν τους δρόμους.

Όλα αυτά συνέβαιναν πολύ πριν την αυγή και εγώ, οχτάχρονο αγόρι, φοβόμουν πολύ όσο εκτελούσα τις εργασίες αυτές. Δυστυχώς όμως έπρεπε να το κάνω. Έτσι ήταν η ζωή μας. Όλα τα παιδιά, από την ηλικία των έξι ή εφτά ετών δούλευαν και έκαναν δουλειές σαν να ήταν ενήλικες. Έπρεπε να το κάνουν. Οι συνθήκες δεν επέτρεπαν άνετη ζωή.

Πώς επηρέασε ο πόλεμος αυτός τη ζωή του χωριού;

Λίγα συγκεκριμένα πράγματα θυμάμαι επειδή το περισσότερο διάστημα βρισκόμασταν με τις αδερφές και τον αδερφό μου στα μαντριά, προσέχοντας τα ζώα.

Ακόμη όμως θυμάμαι τους Γερμανούς που έφτασαν στο Νέρετ, στο κέντρο του χωριού, το στρεντ σέλο ή όπως το αποκαλούσαμε, ράλισστσσε. Ήταν όλοι τους ψηλοί άντρες.

Έπειτα θυμάμαι την υποχώρηση των Γερμανών. Όταν εγκατέλειψαν το χωριό μας, ακολούθησε μεγάλος βομβαρδισμός του.

Πώς ήταν η ζωή κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου;

Φριχτή, φριχτή. Καταρχήν, ο θείος μου ήταν παρτιζάνος και για το λόγο αυτό ήρθε ο ελληνικός στρατός και έκαψε το σπίτι μας. Έκαψαν τα πάντα στο σπίτι εκτός τα ρούχα που φορούσαμε πάνω μας. Δε μας έμεινε τίποτα. Ούτε τροφή, ούτε ρούχα, τίποτα. Έκαψαν τα πάντα.

Μετά από αυτό εγκατασταθήκαμε στο σπίτι του άλλου μου θείου, το οποίο ήταν και πατρικό σπίτι της μητέρας μου. Έπεσε όμως βόμβα στο σπίτι εκείνο και αναγκαστήκαμε και πάλι να μετακινηθούμε σε άλλο σπίτι. Πήγαμε στο σπίτι του Πέτρε Μετσσκάροβ, το οποίο βρισκόταν δίπλα στο πατρικό μου. Μετακομίσαμε εκεί. Σύντομα όμως ο ελληνικός στρατός βομβάρδισε και πάλι το χωριό και χτύπησε το σπίτι του Πέτρε. Επισκευάσαμε όπως όπως τις ζημιές στο πατρικό της μητέρας μου και εγκατασταθήκαμε και πάλι εκεί.  Αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε σπίτι τρεις φορές.

Δεν μπορούσαμε να βγούμε από το χωριό για να φροντίσουμε τα ζώα μας. Ούτε πάνω από το χωριό, ούτε κάτω από το χωριό. Ο στρατός πυροβολούσε όποιον έβλεπε. Πολλοί ήταν οι συγχωριανοί μου που σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Το 1948 σκοτώθηκε ο αδερφός μου από νάρκη. Οι παρτιζάνοι πήραν τη μητέρα μου για να τους μαγειρεύει και λίγο διάστημα μετά, η αδερφή μου η Φάνα εντάχθηκε στις τάξεις των παρτιζάνων, του Δημοκρατικού Στρατού, μαζί με άλλα δύο παιδιά από το χωριό, την Πάρα Σλίφκινα και τον Τάνας Σλίφκιν. Πολλοί ήταν οι παρτιζάνοι από το Νέρετ. Όλα τα σπίτια είχαν τουλάχιστον από έναν, κάποια δύο και τρεις, κάποια όλη η οικογένεια.

Τί κάνατε για να επιβιώσετε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου;

Έπρεπε να δουλεύουμε πολύ σκληρά. Δε μπορούσαμε να πάμε στο Λέριν (Φλώρινα), αν και χρειαζόμασταν πολλά πράγματα από εκεί. Κυρίως αλάτι. Δε μας επέτρεπαν να αγοράσουμε αλάτι επειδή ήξεραν ότι χωρίς αλάτι δε θα μπορούσαμε να φάμε τίποτα, ούτε να ετοιμάσουμε φαγητό για τους παρτιζάνους. Υπήρχαν άτομα των ελληνικών αρχών έξω από την πόλη και έψαχναν όλους όσους επέστρεφαν από το Λέριν για να δουν τί είχαν αγοράσει. Δεν επέτρεπαν να αγοράσουμε αλάτι, ούτε πολλά πράγματα μαζί. Τρώγαμε ψωμί και όλα τα υπόλοιπα χωρίς αλάτι. Δουλεύαμε πολύ σκληρά κάθε μέρα για να επιβιώσουμε, αλλά με φτωχής ποιότητας τροφή. Αποτελούσε μέρος της στρατηγικής να σταματήσουν την προμήθεια αλατιού στους παρτιζάνους.

Καταρχήν, οι Μακεδόνες παρτιζάνοι εμπλέχθηκαν στον πόλεμο για να αγωνιστούν για τα δίκαια των Μακεδόνων, αλλά δυστυχώς αργότερα αναμίχθηκαν με το Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τα πράγματα άλλαξαν. Και να κερδίζαμε στον εμφύλιο δεν πιστεύω ότι θα άλλαζαν πολύ τα πράγματα για τους Μακεδόνες. Η προδοσία από τους κομμουνιστές φάνηκε αργότερα.

Τί συνέβη μετά τον Εμφύλιο;

Λόγω της δολοφονίας του αδερφού μου και των περιπετειών της μητέρας μου, ο παππούς μου έγραψε γράμμα στον πατέρα μου και του είπε να με πάρει στην Αυστραλία πριν με σκοτώσουν και μένα. Και τα πράγματα άρχισαν να εξελίσονται. Ο πατέρας μου κατάφερε να λάβει άδεια για μένα από τις αρχές της Αυστραλίας. Όταν έφτασε η άδεια μετανάστευσης για την Αυστραλία, αναχώρησα για εκεί. Μόνος. Ήμουν μόλις 13 ετών και έκλεισα τα 14 πάνω στο πλοίο για τη μακρινή χώρα.

Τί είδους ενέργειες έκαναν οι ελληνικές αρχές για να διατηρούν τον έλεγχο στο χωριό;

Είχαν πολλούς σπιούνους, χαφιέδες. Άτομα που πληρώνονταν για να δίνουν πληροφορίες στην αστυνομία εάν υπήρχε οποιαδήποτε δραστηριότητα στο χωριό. Για το ποιός μιλάει δημόσια ή στο σπίτι του μακεδόνικα, για το ποιός μίλησε ενάντια στην ελληνική κυβέρνηση, ή οτιδήποτε άλλο. Πλήρωναν ανθρώπους μόνο και μόνο για να τους πληροφορούν. Μερικές φορές τα άτομα αυτά δεν συμπαθούσαν κάποιον χωριανό και έλεγαν ψέμματα στην αστυνομία για να το βλάψουν. Πολλοί ήταν αυτοί που συλλήφθησαν και βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν για το τίποτα, χωρίς κανένα λόγο, μόνο επειδή κάποιος σπιούνος, από αυτούς τους πληρωμένους,  αφηγήθηκε ψεύτικες ιστορίες στις αρχές. Η αστυνομία δεν έλεγχε τη βασιμότητα των καταγγελιών. Βασιζόταν μόνο στα λόγια των καταδοτών. Αυτά συνέβαιναν όλον τον καιρό.

Θα ήθελες να μας πεις για την πρώτη σου συνάντηση με τον πατέρα σου όταν έφτασες στην Αυστραλία;

Ποτέ μου δεν είχα γνωρίσει τον πατέρα μου. Του είχα γράψει ένα γράμμα πριν ξεκινήσω για την Αυστραλία και του είπα να έρθει να με συναντήσει στο λιμάνι, επειδή δεν ήξερα πώς έμοιαζε, πώς ήταν η εμφάνισή του. Τέλος πάντων, ήρθε στο λιμάνι και με πήρε. Δεν ήμουν σίγουρος αν είναι ο πατέρας μου ή κάποιος άλλος. Μαζί του έμεινα τρία χρόνια. Το 1953 αποφάσισα να εγκατασταθώ στο Περθ.

Πώς αναγνωρίσατε ο ένας τον άλλο;

Δεν τον αναγνώρισα. Ο πατέρας μου απλά ήρθε κοντά μου και με ρώτησε “Τι σι Τάνας (είσαι ο Τάνας);” Του είπα “Ντα (ναι)”, και μου είπε “ιάς σουμ τάτκο τι (εγώ είμαι ο πατέρας σου).” Και γνωριστήκαμε εκεί. Με αγκάλιασε και με φίλησε και όλα αυτά που κάνουν οι πατεράδες. Ήμουν πολύ περήφανος και χαρούμενος που γνώρισα επιτέλους τον πατέρα μου. Ήξερα ότι έχω πατέρα αλλά ποτέ δεν τον είχα συναντήσει, δεν τον είχα δει. Ήταν πολύ συναρπαστικό και συγκινητικό. Τον κοιτούσα συνεχώς. Ήταν ο πατέρας μου. Κάθε φορά που έρχονταν φίλοι μου στο σπίτι μου στο χωριό, συνήθιζαν να λένε “ο πατέρας μου αυτό, ο πατέρας μου εκείνο” και εγώ δε μπορούσα να πω τίποτα. Ο πατέρας μου βρισκόταν πολύ μακριά για να μας βοηθήσει. Βρισκόμασταν σε πολύ μειονεκτική θέση.

Στην Αυστραλία όμως άλλαξαν όλα. Ελευθερία, σιγουριά. Μιλούσαμε πλέον ελεύθερα τη μακεδόνικη γλώσσα. Κοιμόμασταν ήσυχοι τα βράδια. Το 1954 ήρθε και η μητέρα μου με τη μικρή μου αδερφή Κάτα και το 1955 ήρθε και η Φάνα με τον άντρα της και τα παιδιά της. Όσοι απέμειναν από την οικογένεια έσμιξαν και πάλι. Πέρασα καλή ζωή εδώ στην Αυστραλία. Κανείς δε με πείραξε για την καταγωγή μου. Τώρα στα γηρατειά σκέφτομαι όλο και περισσότερο το Νέρετ. Δε μου επιτρέπει η Ελλάδα να επισκεφτώ το χωριό μου. Είμαι ,,επικίνδυνος,, για την ασφάλειά της…τι να πω δεν ξέρω…

http://novazora.gr/arhivi/6929

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου